Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο, φάση δεύτερη.

                                      Του Νίκου Παρασκευόπουλου
       Στην αρχή, η παρακάτω θέση έμοιαζε με θεωρία συνωμοσίας και επιπλέον με προφητεία. Πριν τη ξαναδούμε αναδρομικά, θυμίζουμε την αρχική της εμφάνιση.
      Όσο η οικονομία παγκοσμιοποιείται τόσο οι κοινωνικές ανισότητες –αντί να αμβλύνονται– εντείνονται. Όλο και λιγότεροι πλούσιοι άνθρωποι βρίσκονται να κατέχουν ίσο πλούτο με όλο και περισσότερους φτωχούς.


       Έτσι, η φτώχεια θα πλήξει τους πολλούς μεσοαστούς, κι όχι μόνο ολιγάριθμες μειονότητες. Τότε οι πληθυσμοί που συγκροτούν τις πλειοψηφίες θα διαμαρτύρονται και θα έχουν λόγους να εξεγείρονται ή να παραβαίνουν τον νόμο, που δεν τους αφήνει περιθώρια αξιοπρεπούς επιβίωσης ή έστω κοινωνικής ανόδου με νόμιμα μέσα. Για να προληφθούν η αταξία και οι τριβές, πρέπει πλέον να διευρυνθεί η εμβέλεια της επιτήρησης. Χρειάζεται να εισέλθουν στο στόχαστρο της αστυνόμευσης και του ποινικού ελέγχου όχι μόνο οι λίγοι ένοχοι, αλλά οι πολλοί ύποπτοι, ή μάλλον οι πάντες. Αυτό οδηγεί σε μια σειρά αναδιατάξεων: πρέπει να περάσει το κέντρο βάρους του ελέγχου από τα δικαστήρια στην αστυνομία, που κατά συνθήκη ασχολείται με περισσότερους, να συγκροτηθούν ειδικές δυνάμεις για την αντιμετώπιση μαζικών εκδηλώσεων που εκτρέπονται σε πράξεις βίας, να αναπτυχθούν στους δημόσιους χώρους κάμερες ώστε να επισκοπούνται κατά το δυνατό οι πάντες, να σχεδιαστούν και να εφαρμόζονται πολιτικές Νόμου και Τάξης, ή μηδενικής ανοχής, οι οποίοι εμπλέκουν στα δόκανα το μέσο πολίτη. Όταν ο ελεγκτικός αυτός μηχανισμός θα είναι εξοπλισμένος και στελεχωμένος, όταν παράλληλα το κράτους δικαίου με τα ατομικά δικαιώματα θα έχει γίνει ασπίδα διάτρητη, τότε τα πλήγματα στο κράτος πρόνοιας και στους θεσμούς κοινωνικής συνοχής των πολλών θα ακολουθήσουν άνετα και ακίνδυνα. Για τους πλήττοντες, εννοείται.

     Τι θα εκτιμήσει άραγε τώρα ο οίκος αξιολόγησης «Αναγνώστες» για τη θεωρία; Ελπίζω ότι αυτή δεν μοιάζει πια με θεωρία συνωμοσίας. Πρώτον, επειδή είναι ένα παραμύθι χωρίς δράκο, χωρίς υπαινιγμούς για σκοτεινά κέντρα εξουσίας. Δεύτερο και κυριότερο, επειδή μετά μια δεκαετία η εικόνα έχει ξεθολώσει και έχει γίνει πλέον ανάγλυφη: όντως οι πολλοί πλήττονται, αναμφίβολα η αστυνόμευση θέτει στο στόχαστρό της πολύ περισσότερους πολίτες, η διεθνής πολιτική πιέζει τις πλειοψηφίες, ενώ στο προπύργιο της δικαιοσύνης οι δικαστές με έκπληξη διαπιστώνουν ότι ο μέσος πολίτης δεν είναι πια ένας συνετός νοικοκύρης.
     Ωστόσο, η θεωρία δεν επαληθεύθηκε ακόμη. Συνεχίζει να δοκιμάζεται, αφού τώρα έχει εισέλθει στη δεύτερη φάση της: μετά το κράτος δικαίου, δέχονται επίθεση και απορρυθμίζονται πλέον οι θεσμοί του κράτους πρόνοιας: τα νοσοκομεία λιγοστεύουν, τα σχολεία επίσης, τα πανεπιστήμια πιέζονται να μοιάζουν με επιχειρήσεις προκειμένου να επιβιώσουν, τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων καταρρέουν.

        Ειδικά στη χώρα μας, το εγχείρημα του νεοφιλελευθερισμού ήταν συγκριτικά ευκολότερο. Όχι βέβαια επειδή είμαστε έθνος-ειδικός στόχος, αλλά εξαιτίας ειδικών αδυναμιών. Φαινόμενα πελατειακών σχέσεων και οικονομικής διαφθοράς, η δυσανάλογη ανάπτυξη των κρατικών υπηρεσιών, ακόμη και η μεγαλομανία κατά την εποχή Κ. Σημίτη, επέτρεψαν την αποκλειστική ενοχοποίηση του θύματος για τα τραύματά του. «Ευθύνονται οι κακοί πολιτικοί, οι άθλιοι συνδικαλιστές, οι φοροδιαφεύγοντες πολίτες, οι αραχτοί νεολαίοι και κανείς άλλος», και πάει λέγοντας.

     Η μανιχαϊστική ρητορεία περνά από το «φταίνε οι κακοί ξένοι ή η κυρία Μέρκελ» στον αντίποδα της αυτομαστίγωσης και στο «κανείς δεν μας φταίει, παρά μόνο ο κακός εαυτός μας», αδυνατώντας να τέμνει και να πείθει. Εντωμεταξύ, μεγάλα μέσα μαζικής επικοινωνίας βάζουν ή μάλλον παίρνουν τον οβολό τους για τη διάδοση των ιδεολογημάτων, που κάποιους ενοχοποιούν απλοϊκά και αναποτελεσματικά και άλλους αφήνουν στο απυρόβλητο.

      Τώρα καταγράφουμε με άγχος τις πολλές αρνητικές εξελίξεις, έχοντας φθάσει στο σημείο να βιώνουμε τους χθεσινούς κινδύνους ως πραγματωμένες πια ζημιές.
      Πολυάριθμες και άμεσα γνωστές οι εξελίξεις — ζημιές, μπορούν να σημειώνονται με συντομία τίτλου. Πέρα από τα νοσοκομεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κατεδαφίζονται η εργατική και η φοιτητική μέριμνα (εργατικές ή φοιτητικές εστίες), τα ταμεία παρέχουν συντάξεις πείνας, τα κρατικά ή επιχορηγούμενα θέατρα κλείνουν, ενώ ακόμη και η δικαιοσύνη, στη διάστασή της ως θεσμού προστασίας του πολίτη, εξασθενεί. Πώς άραγε να γίνει λόγος για ατομικό δικαίωμα του πολίτη σε βασικές παροχές περίθαλψης, όταν το γενικό επίπεδο λειτουργίας των νοσοκομείων είναι ανεπαρκές; Ο κατάλογος των αρνητικών εξελίξεων είναι τόσο μακρύς, ώστε ακόμη και η τηλεγραφική απαρίθμηση να κινείται μεταξύ του υποτυπώδους και του ενδεικτικού.

      Σημαντικές, αν και πολύ πιο αργόσυρτες στη δυναμική τους, δεν λείπουν ωστόσο και κάποιες θετικές παρενέργειες. Κινήσεις και κινήματα κοινωνικής αλληλεγγύης εμφανίζονται και πασχίζουν να προσφέρουν στήριξη εκεί όπου προηγουμένως οι δημόσιες δομές αλληλεγγύης ήταν αυτονόητες. Η δημοκρατία, ως πολιτική οργάνωση των πολλών, από τυπικό πλαίσιο και κάποτε πρόφαση γίνεται και πάλι ουσιαστικό αίτημα. Τα αριστερά κόμματα δεν εκφράζουν μόνο κατατρεγμένους και αποκλίνοντες, αλλά τους πολλούς. Ενισχύονται. Το σύστημα, βέβαια, οσμίζεται την ουσιαστική επανάκαμψη των δημοκρατικών αξιών, και αναδιπλώνεται. Για παράδειγμα, τα Συντάγματα με τις ενσωματωμένες εγγυήσεις των πολιτικών ελευθεριών όλο και περισσότερο υπονομεύονται έσωθεν και συμπιέζονται έξωθεν. Έσωθεν, καθώς η εφαρμογή του νόμου ηχεί ως ύψιστη επιταγή, ακόμη κι εκεί όπου η αντίθεση προς το Σύνταγμα είναι πρόδηλη. Έξωθεν, καθώς διεθνείς οικονομικοί παράγοντες υπαγορεύουν γνώμη και πολιτική σε υπουργούς και βουλευτές περιορίζοντας την εθνική κυριαρχία. Ωστόσο, οι πολιτικές τριβές της τρέχουσας μετανεωτερικής δεκαετίας είναι προτιμότερες από τον εφησυχασμό της δεκαετίας του ενενήντα, που διευκόλυνε σαν στρωμένο χαλί τα άρματα του νεοφιλελευθερισμού.

       Χρειάζεται να επανέλθουμε, ή μάλλον να επανερχόμαστε ενεργά στο κοινωνικό υπέδαφος και στο θεσμικό εποικοδόμημα της δημοκρατίας. Παραείναι καταθλιπτική ως κατακλείδα η πρόβλεψη ότι το μέλλον θα έχει πολλή ξηρασία. Η δύσκολη αισιοδοξία των τραγουδιών στις μαζικές συναυλίες του ογδόντα μοιάζει προτιμότερη. Με στίχους των Pogues: «Μυρίζω την άνοιξη στον καπνισμένο αέρα».

*Ο Νίκος Παρασκευόπουλος διδάσκει στη Νομική Σχολή του ΑΠ

Από το site alterthess.gr