Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Το «δεσμευτικό πλαίσιο» και οι μνημονιακές δυνάμεις


Ο νέος διαχωρισμός αφορά εν πολλοίς την αποδοχή ή μη του μνημονιακού πλαισίου ως βάση για την άσκηση πολιτικής

 Της Ράνιας Σβίγκου

Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε έδειξε ότι είμαστε επίσημα στην προεκλογική περίοδο, αφού άρχισαν να αποσαφηνίζονται τα βασικά χαρακτηριστικά της στρατηγικής των μνημονιακών δυνάμεων. Παρά τις διαφορές σε επιμέρους πτυχές της ρητορικής των κομμάτων, υπάρχουν τρεις άξονες στους οποίους φαίνεται ότι αυτά συγκλίνουν: α. δεσμευτικότητα των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί με τους δανειστές, β. αναγκαιότητα και αναπόφευκτος χαρακτήρας των αλλαγών και γ. ο ανταγωνισμός των κομμάτων αφορά στο ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα την (αποφυγή της) καταστροφή(ς).



Με βάση και το ερώτημα του Ε. Βενιζέλου «Πώς διαχωρίζονται πλέον οι πολιτικές δυνάμεις; Μήπως με βάση την επίσημη θέση τους στο φάσμα το ιδεολογικό ή το κοινοβουλευτικό», θα έπρεπε να προσθέσουμε επίσης ότι ο διαχωρισμός δεν μπορεί να γίνει μεταξύ των δυνάμεων που υπερψήφισαν και αυτών που καταψήφισαν το Μνημόνιο. Ο νέος διαχωρισμός αφορά εν πολλοίς την αποδοχή ή μη του μνημονιακού πλαισίου ως βάση για την άσκηση πολιτικής, δηλαδή ανάμεσα στις δυνάμεις που κινούνται εντός μνημονίου και σε αυτές που αγωνίζονται για την ανατροπή αυτού, ως προϋπόθεση για την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.




Βασικό σημείο σύγκλισης των μνημονιακών δυνάμεων είναι η δεσμευτικότητα της δανειακής σύμβασης. Σε αυτό το πλαίσιο, όσα έχουν υπογραφεί ή θα υπογραφούν με τους δανειστές αφενός δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από μια επόμενη κυβέρνηση, αφετέρου μια τέτοια αμφισβήτηση του υπάρχοντος και δεδομένου μνημονιακού πλαισίου συνεπάγεται την έξοδο από την Ευρωζώνη και την καταστροφή της χώρας.



Ενώ αυτή η προσέγγιση μοιάζει αρκετά λογική για δυνάμεις που έχουν στηρίξει μέχρι στιγμή τις συμβάσεις, δεν ισχύει το ίδιο και για τη ΔΗΜ.ΑΡ. Η σπουδή του προέδρου της να αναγνωρίσει το «δεσμευτικό πλαίσιο» που έχει ήδη διαμορφωθεί για τη χώρα, προσθέτοντας, ταυτόχρονα, τις «δυνατότητες αναθεωρήσεως της δανειακής σύμβασης» και την ανάγκη λήψης «ισοδύναμων» μέτρων, που δεν ονοματίζονται, δεν είναι δείγμα μόνο τυχοδιωκτισμού. Η ΔΗΜ.ΑΡ. λειτουργεί επί της ουσίας ως γέφυρα μεταξύ των δυνάμεων που έχουν ψηφίσει υπέρ και αυτών που έχουν ψηφίσει κατά των Μνημονίων. Μια γέφυρα που καθίσταται απαραίτητη για την αναπαραγωγή του συστήματος, στον βαθμό που αυτό δημοσκοπικά έχει καταρρεύσει. Έτσι, η ΔΗΜ.ΑΡ. προσφέρει ένα αναπάντεχο δώρο πολιτικής νομιμοποίησης στις επιλογές των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου, έστω κι αν η νομιμοποίηση αυτή έρχεται εκ των υστέρων, μαζί με την αναγνώριση ότι αυτές οι επιλογές είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.



Άρρητος στόχος αυτής της κοινής ρητορικής ετερόκλητων μεταξύ τους δυνάμεων είναι να περιοριστεί το πολιτικό πλαίσιο και το επίδικο των εκλογών. Η συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση των εξελίξεων μπορεί να αφορά μόνο στην επιλογή του καλύτερου διαχειριστή επιμέρους πτυχών της μνημονιακής πολιτικής, χωρίς να μπορεί να φτάσει στην εκ βάθρων αμφισβήτηση της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Την ίδια στιγμή που η ΔΗΜ.ΑΡ. αναγνωρίζει ότι η κοινωνία ματώνει από τα συγκεκριμένα μέτρα, ότι αυτά είναι ανήθικα, άδικα και αναποτελεσματικά, η εναλλακτική που προσφέρει είναι μια αόριστη επαναδιαπραγμάτευση όρων του μνημονιακού πλαισίου. Αυτή η πρόταση, παρόλο που δεν αναφέρονται ρητά οι παράμετροί της και δεν αξιολογείται ο «ρεαλιστικός» τους χαρακτήρας, συνιστά «πρόταση», στον βαθμό που δεν αμφισβητεί την κυρίαρχη λογική του μνημονιακού μονόδρομου. Σύμφωνα με την ίδια ρητορική, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει προτάσεις, στο βαθμό που αυτές προϋποθέτουν την ανατροπή του μνημονιακού πλαισίου.



Στην πραγματικότητα, η κατηγορία για έλλειψη προτάσεων είναι κατηγορία για έλλειψη προτάσεων εντός του μνημονίου και του ασφυκτικού πλαισίου της κατάργησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, του κοινωνικού κράτους και των δημόσιων αγαθών. Το ότι και οι πλέον μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις υπέρ των εργαζομένων είναι εντελώς ανέφικτες στο πλαίσιο του Μνημονίου, δεν μοιάζει να απασχολεί κανέναν όψιμο υποστηρικτή της αναθεώρησής όρων του.



Εξ αυτής της δεσμευτικότητας των συμφωνιών και της θεώρησής τους ως θέσφατα, δεν υπάρχει λόγος να τεθούν στην προεκλογική ατζέντα οι στόχοι και οι επιπτώσεις της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό που έχει σημασία είναι να δημιουργηθεί η φαντασιακή εικόνα μια ασαφούς «μετα»-μνημονιακής εποχής, με κεντρικές έννοιες τον εκσυγχρονισμό, την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη, δηλαδή υποσχέσεις για αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, υλοποίηση των «διαρθρωτικών αλλαγών» και, βέβαια, διασφάλιση της τάξης και της ασφάλειας πάνω και πρώτα από όλα. Προφανώς στο παραπάνω σχήμα το πλαίσιο του μνημονίου θεωρείται δεδομένο.



Απέναντι σε αυτή την περιοριστική ατζέντα που προσπαθούν να συγκροτήσουν οι δυνάμεις που συναινούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις μνημονιακές συμφωνίες, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να φέρει σε πρώτο πλάνο τις δυνατότητες του λαού να αποφασίσει ο ίδιος για το μέλλον του. Να δείξει την πλήρη ασυμβατότητα μεταξύ της δανειακής σύμβασης και μέτρων που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη ζωή των εργαζομένων. Να αντιπροβάλει στον κυρίαρχο λόγο περί νεοφιλελεύθερου μονόδρομου τις αντιστάσεις των ευρωπαϊκών λαών και την ανάγκη συντονισμού των αγώνων τους. Να αναδείξει την ελπίδα που έρχεται μέσα από την ενδυνάμωση των κοινωνικών αγώνων και, έτσι, να σπάσει μια πλαστή εικόνα κοινωνικής συναίνεσης στη μνημονιακή πολιτική και να αμφισβητήσει εμπράκτως τη μοιρολατρική αποδοχή αυτών που αποφασίζουν οι κυβερνήσεις ερήμην των εργαζομένων και της νεολαίας.



Πηγή: Αυγή