Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Στις 18 (δε θα ‘χουμε) σοσιαλισμό, του Θέμη Τζήμα





Ένας φίλος μου, μου διηγούνταν τις προάλλες την εμπειρία του από ένα ταξίδι στη θάλασσα. Ξεκίνησαν με αρκετό κύμα από το λιμάνι, που αφότου ανοίχτηκαν μετατράπηκε σε μια μεγάλη θαλασσοταραχή. Απολύτως φυσιολογικά, η ναυτία με τις διόλου ευχάριστες συνέπειές της και ο φόβος κατέλαβαν αρχικά πολλούς και σταδιακά σχεδόν τους πάντες. Μετά από μιάμιση περίπου ώρα οι περισσότεροι, εξαντλημένοι άρχισαν να ρωτούν αν το πλοίο κοντεύει στον προορισμό του, για να λάβουν την απάντηση ότι το ταξίδι είχε τουλάχιστον άλλο τόσο μπροστά του.

Ο φόβος των απροετοίμαστων να εκτιμήσουν το χρόνο του ταξιδιού επιβατών έγινε πανικός και θυμός, με αποτέλεσμα με τα πολλά το καράβι να γυρίσει πίσω από εκεί που ξεκίνησε. Το πρόβλημα με τη χώρα είναι ότι όσο και να φωνάξουμε οι επιβάτες δεν μπορεί- και δεν πρέπει στην πραγματικότητα- να γυρίσει εκεί από όπου τη βρήκε η κρίση το 2007.

Είναι λογικό και απολύτως απαραίτητο οι εκλογές να ενέχουν ένα ισχυρό ρεύμα αισιοδοξίας ως προς την κυβέρνηση που θα προκύψει, ειδικά μάλιστα όταν αυτή η επιλογή συνιστά ιστορική αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν- τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’90 και δώθε αν θεωρήσει κανείς ιστορική αλλαγή την εκλογή ΠΑΣΟΚ το ’81, προσέγγιση που ο γράφων ασπάζεται ή και από παλιότερα ακόμα, σύμφωνα με μια διαφορετική ανάγνωση της ιστορίας. Αναφέρομαι φυσικά στην προοπτική συγκρότησης μιας προοδευτικής και αριστερής κυβέρνησης όλου του ελληνικού λαού.

Η αισιοδοξία είναι απαραίτητη προκειμένου να κινητοποιηθούν δημιουργικές και ζωντανές δυνάμεις. Από την άλλη όμως και ειδικά σε ιστορικές στιγμές κρίσης, η αισιοδοξία πρέπει να γειώνεται στην πραγματικότητα, αλλιώς η ταλάντωση από τις διαψεύσεις ακόμα και παράλογων προσδοκιών ή εικασιών του εκλογέα ως προς αυτό που θεωρεί ότι υπονοεί το πολιτικό υποκείμενο, θα είναι τόσο βίαιες, που η καταβύθιση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ θα ωχριούν μπροστά τους. Αν ο λαός θεωρήσει- καλώς ή κακώς- εκ νέου ότι προδίδεται και βιώσει ματαίωση και απογοήτευση είναι πολύ πιθανό ότι δε θα στραφεί σε κάποιο αριστερό ή κεντρώο κόμμα αλλά στη σκληρή δεξιά, ενδεχομένως και σε ακροδεξιές λύσεις, αντιπολιτικές ή και αντικοινοβουλευτικές που ήδη καιροφυλακτούν.

Στις 18 λοιπόν δε θα έχουμε σοσιαλισμό. Δε θα έχουμε βγει από την κρίση. Δε θα έχουμε καν ξεμεπρδέψει με την πολιτική των μνημονίων. Σε σχέση μάλιστα με αυτό το τελευταίο, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη νομική διαδικασία, που και για αυτή θα απαιτηθεί κάποιος χρόνος αλλά και διότι οι συνέπειες των μνημονίων, δεν ανατρέπονται με νομοθετικές πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα, πόσα μπορεί να κάνει ο όποιος νόμος μπροστά σε άδεια ταμεία και ενδεχομένως απρόθυμα τμήματα του κρατικού μηχανισμού; Πόσα να πετύχει και η πλέον ταχύρρυθμη νομοθετική διαδικασία μπροστά στη διαβρωτική επίδραση που έχει η γιγαντιαία ανεργία στις εργασιακές σχέσεις και δικαιώματα, η φτώχεια στους δεσμούς κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής;

Αλλά και πέρα από τα μνημόνια, ακόμα και αφότου καταγγελθούν, η κρίση διεθνώς και εγχώρια θα συνεχίζεται. Μάλιστα είναι βέβαιο πως τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα θα ενταθεί. Θα συνεχίζεται διότι οι παγκόσμιες, ευρωπαϊκές και εθνικές αιτίες θα είναι εδώ. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα μνημόνια είναι συμπτώματα και παράγοντες επιδείνωσης της κρίσης, όχι οι αιτίες της. Οι αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης, βαθιές και δομικές που σε πολλά άλλα κείμενα έχουν αναλυθεί απαιτούν συστηματικό σχέδιο και διαρκή αγώνα, προκειμένου να τις αντιμετωπίσουμε. Οι παραγωγικές σχέσεις, η παραγωγική ανασυγκρότηση, η προώθηση αναγκαίων, προοδευτικών μετασχηματισμών του δημοσίου τομέα, η νέα, αναβαθμισμένη διεθνής θέση της χώρας δεν είναι υπόθεση ολίγων μηνών.

Πολύ περισσότερο που στην περίπτωση της χώρας μας, μια προοδευτική και αριστερή κυβέρνηση ακόμα και βάζοντας πολύ νερό στο κρασί της κάθε αλλό παρά φιλικά θα αντιμετωπιστεί από το ντόπιο κατεστημένο και τον ξένο παράγοντα. Η νέα κυβέρνηση θα βρει υπονομευμένα τα δημόσια οικονομικά- ειρήσθω εν παρόδω, τα άδεια ταμεία μετά από 2,5 χρόνια θεοποίησης της δημοσιονομικής προσπάθειας εις βάρος της ανάπτυξης καταδεικνύει την απόλυτη αποτυχία όχι μόνο μιας πολιτικής εν γένει αλλά και συγκεκριμένων πολιτικών με ονοματεπώνυμα.

Οι πιέσεις του ξένου παράγοντα θα είναι πολύπλευρες και εντονότατες σε όλα τα επίπεδα, στα εμφανή δηλαδή οικονομικά και δημοσιονομικά αλλά και πιθανώς στα αφανή, πχ γεωπολιτικά. Το εγχώριο κατεστημένο προκειμένου είτε να ανατρέψει μια τέτοια κυβέρνηση, είτε έστω να διαπραγματευτεί μαζί της από θέση ισχύος δε θα διστάσει ούτε να προκαλέσει για παράδειγμα έναν τραπεζικό πανικό, ούτε να χρησιμοποιήσει διάφορες μεθοδεύσεις αποσταθεροποίησης. Δε θα είναι η πρώτη φορά. Και για να μην πηγαίνουμε πολύ βαθιά στην ιστορία, ασχέτως των δικών του τεραστίων ευθυνών αρκεί να δει κανείς πως ανετράπη ο Γ. Παπανδρέου μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όταν φάνηκε ότι μπορεί να έθετε εν κινδύνω, έστω άθελά του, την κυρίαρχη στρατηγική. Στην περίπτωση μιας αριστερής, προοδευτικής κυβέρνησης, οι μεθοδεύσεις ενός “απλού” κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος- κατ’ ουσίαν- ίσως και να ωχριούν.

Τα παραπάνω δεν έχουν ως στόχο να απογοητευτεί ο λαός και να απομακρυνθεί από την επιλογή του να στηρίξει μια προοδευτική, αριστερή κυβέρνηση. Το ακριβώς αντίθετο, καθώς άλλωστε, κατά τη γνώμη του γράφοντος μια δεξιά κυβέρνηση το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί είναι ότι το πλοίο σύντομα θα βυθιστεί και χωρίς μάλιστα αρκετές σωστικές λέμβους. Έχουν στόχο, η ψήφος να είναι συνειδητή και ώριμη. Με επίγνωση ότι απαιτείται αγώνας και αντοχή, όχι ψήφος και μετά απόσυρση στην ιδιωτική σφαίρα.

Επιπλέον όμως και η αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, οι δυνάμεις που θα συμπαραταχθούν σε ένα ευρύτερο μέτωπο πρέπει να έχουν πάντα κατά νου ότι το κύμα όσο εύκολα σε ανεβάζει, τόσο εύκολα σε καταπίνει. Ο συμπυκνωμένος χρόνος αν τον κατανοήσεις δίδει νέες δυνατότητες αλλιώς σε ξεπερνά με αμείλικτο τρόπο.

Σε αυτό το πλαίσιο απαιτούνται ορισμένες βασικές κινήσεις προετοιμασίας: πρώτον, ένα πρόγραμμα αμέσων παρεμβάσεων από τις 100 πρώτες ημέρες έως την πρώτη περίπου διετία. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να περιλαμβάνει πολιτικές δίκαιης δημοσιονομικής ορθολογικοποίησης. Αποφασιστική και ευέλικτη διαπραγμάτευση για το ζήτημα του χρέους της χώρας. Αναβάθμιση της διεθνούς και ευρωπαϊκής της υπόστασης, με νέες συμμαχίες, ενίσχυση παλαιότερων, διαπραγματευτικές τακτικές που θα αιφνιδιάσουν και θα βγάλουν τη χώρα από την απομόνωση, στην οποία κατ΄ουσίαν βρίσκεται. Θέση των βάσεων της παραγωγικής ανασυγκρότησης με δημόσιο, δημοκρατικό σχεδιασμό. Ενθάρρυνση παραγωγικών ιδιωτικών επενδύσεων. Μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και προοδευτικό μετασχηματισμό του δημοσίου, ούτως ώστε αξιόπιστα να επιτελεί το ρυθμιστικό, κοινωφελή και αναπτυξιακό του ρόλο. Εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας και νέα διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος από αριστερή, βιώσιμη σκοπιά. Παρεμβάσεις που θα ανακουφίσουν άμεσα τα ασθενέστερα στρώματα, ενισχύοντας τις δομές αλληλεγγύης. Αποκατάσταση τμήματος του χαμένου εισοδήματος με πολιτικές κοινωνικού μισθού ή άλλες καίριες παρεμβάσεις. Και φυσικά μια σειρά ακόμα τομών που είναι απαραίτητες για τη σταθεροποίηση, την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Δεύτερον, απαιτείται να υπάρχουν εναλλακτικά σχέδια άμεσης αντιμετώπισης των δύο βασικών σεναρίων επιδείνωσης της κρίσης, δηλαδή της πλήρους διακοπής του δανειακού προγράμματος και της απώλειας του ευρώ ως νομίσματος της χώρας. Εξακολουθώ να θεωρώ ότι δεν είναι τα πιθανότερα σενάρια. Και επίσης ότι εάν η χώρα απωλέσει το ευρώ αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί εξαιτίας συνολικότερων αλλαγών πανευρωπαϊκά, παρά εξαιτίας μιας πίεσης που θα προκύψει λόγω του αποτελέσματος των εκλογών. Η Ευρώπη δεν έχει κανένα πραγματικό συμφέρον να πιέσει υπέρ του δέοντος την Ελλάδα, ούτε να συνεχίσει μια αδιέξοδη πολιτική διάλυσης του ευρώ ή μετατροπής του σε απωθητικό για τους λαούς, παράγοντα ύφεσης και φτωχοποίησης. Δεν έχει κανέναν προφανή λόγο να απωλέσει το διεθνές της κύρος και να παρακμάσει. Ωστόσο δε θα είναι η πρώτη φορά που οι ευρωπαϊκές ελίτ θα έχουν κάνει τη “λάθος” τουλάχιστον για τους λαούς τους επιλογή. Και εμείς οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι, στο βαθμό που είναι εφικτό, για να αντιμετωπίσουμε τις περισσότερο ή λιγότερο ξαφνικές στροφές της πορείας των πραγμάτων.

Τρίτον, απαιτείται ένα αρραγές, εσωτερικό μέτωπο. Σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε μαζικό χώρο, στο γενικό κοινωνικό κλίμα, ο λαός πρέπει να είναι έτοιμος, όχι έρμαιο φόβων, διαδόσεων, προκαταλήψεων. Έχουμε ανάγκη από ένα μεγάλο μέτωπο, ένα κίνημα που θα μπορεί να στηρίξει την προσπάθεια εξόδου από την κρίση και αντιμετώπισης των δυσκολιών.

Τέταρτον, χρειάζεται ο στρατηγικός στόχος για τη μετά την κρίση Ελλάδα. Ο δομικός χαρακτήρας της κρίσης αμφισβητεί τον καπιταλισμό ως κυρίαρχο μοντέλο. Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της κρίσης, της δίδει το σπάνιο προνόμιο να βρεθεί και στην προωτοπορία της λύσης, της υπέρβασης. Μπορούμε να συνδιαμορφώσουμε με τις γενναίες και πραγματικά νέες επιλογές μας το μοντέλο υπέρβασης της κρίσης και του συστήματος που την προκάλεσε. Η αριστερά, ο σοσιαλιστικός χώρος δεν πρέπει να εκχωρήσει τις στρατηγικές του θέσεις και επιδιώξεις αλλά αντίθετα να συνδέσει το βραχυπρόθεσμο με το μακροπρόθεσμο, τον άμεσο με το στρατηγικό στόχο. Να δώσει διαπιστευτήρια στο σήμερα για να είναι αξιόπιστος για το αύριο.

Κοινώς, η αριστερά- ο όρος δε με ικανοποιεί ιδιαιτέρως αλλά σχηματικά χρησιμοποιούμενος βοηθά- δεν πρέπει να πάει πίσω από αυτό που είναι, να υποχωρήσει από αυτό που φιλοδοξεί να γίνει. Αλλά δεν πρέπει και από την άλλη να υπονοήσει ότι η έξοδος από την κρίση είναι υπόθεση μιας εκλογικής βραδιάς ή κατάληψης χειμερινών ανακτόρων. Αυτές τις φαντασιώσεις η ιστορία τις έχει διαψεύσει οδυνηρά. Οφείλει να ετοιμαστεί, να διατυπώσει πραγματικά ηγεμονικό λόγο, να εξηγήσει ότι όσο μεγάλη και να είναι η θαλασσοταραχή, το καράβι δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, εκεί από όπου ξεκίνησε. Πρέπει να φτάσει σε μια άλλη στεριά με όλους τους επιβάτες σώους και για να το κάνει αυτό χρειάζεται στέρεο, ορθολογικό και προσεκτικά διατυπωμένο, αποτελεσματικό σχέδιο. Ο “ηρωισμός” τελικά δε θα κριθεί στη μάχη, μόνο ή κυρίως, αλλά στο ποια θα είναι η έκβασή της.

tvxs