Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Το νέο πολιτικό υποκείμενο μέσα από την οικοδόμηση του αντιπαραδείγματος


Συμβολή σε ένα πλαίσιο αρχών, αξιών και λειτουργίας του νέου κόμματος, με γνώμονα τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα του υποκειμένου της Αριστεράς.
Του Γιάννη Θηβαίου




Αν θεωρήσουμε ότι τα τρία τελευταία χρόνια η κρίση έχει αποκτήσει μια δικιά της αυτόνομη δυναμική, τότε μπορούμε να πούμε ότι και το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί ένα σταθμό-κόμβο αυτής της πορείας. Είναι αλήθεια πως δεν μπορούν να υπάρξουν ντετερμινιστικές αναλύσεις και ερμηνείες γύρω από το πώς φτάσαμε σε αυτό το αποτέλεσμα. Κι αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τις αναλύσεις, τις προβλέψεις, αλλά και τα «θέσφατα» που είχαν δημιουργηθεί προεκλογικά και που πήγαν περίπατο. Μπορούμε όμως να σκιαγραφήσουμε, χωρίς «δημοσκοπικές» αναλύσεις, το πώς φτάσαμε ως εδώ.
RedNotebook


Τείνω να συμφωνήσω με τις μέχρι τώρα αναλύσεις γύρω από το εκλογικό αποτέλεσμα. Η εκλογική καταγραφή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αποτέλεσμα αφενός της ρευστότητας του πολιτικού σκηνικού, την οποία εκμεταλλεύτηκε, αφετέρου της κεφαλαιοποίησης του πεδίου των κοινωνικών αγώνων, όχι με μια τάση ιδιοκτησίας, αλλά με όρους ηγεμονίας, και τρίτον ενός κατάλληλου εκλογικού σχεδιασμού που προσπαθούσε να πείσει με βάση τις κοινωνικές ανάγκες.


Μέσα από τις εκλογές όμως αναδείχθηκε και ένα άλλο αδιάσειστο στοιχείο: αυτό του διπόλου φόβου και ελπίδας. Το δίπολο αυτό δεν πρόεκυψε την περίοδο των εκλογών, ούτε εξαλείφθηκε με το πέρας τους. Απλά, εκείνη την περίοδο κορυφώθηκε και αναδείχθηκε κυρίαρχο. Δόθηκε έτσι μια μάχη άνιση, καθώς ο φόβος εύκολα κατακτιέται και δύσκολα αποβάλλεται, ενώ ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με την ελπίδα. Στόχος του κυρίαρχου μπλοκ είναι η επέκταση του φόβου και η συρρίκνωση της ελπίδας. Η Αριστερά οφείλει να αγωνιστεί για το ακριβώς αντίστροφο. Αυτή τη μάχη, την ατομική και συλλογική, που δίνεται μεταξύ αυτών των αντιμαχόμενων πλευρών του διπόλου, τη ζούσε και τη ζει κάθε εργαζόμενος και κάθε νέος/α που ονειρεύεται μια ζωή με αξιοπρέπεια.


Νομίζω ότι τα παραπάνω αποτελούν κρίσιμα στοιχεία προκειμένου να προχωρήσει η κουβέντα σχετικά με το υποκείμενο της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη νέα αυτή την κατάσταση: χρειαζόμαστε ένα ενιαίο μαζικό δημοκρατικό κόμμα, που θα επιδιώξει μαζί με την κοινωνία και συμπράττοντας με αυτήν, να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα της σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία και να συμβάλλει σε αυτό με τις προτάσεις του, με τις ιδέες του, με το πρότυπο λειτουργίας, αλλά και με ένα πολιτικό σχέδιο που θα εμπνέει τις μάζες.


Τα πολιτικά κόμματα δεν αποτελούν βέβαια παρθενογενέσεις, αλλά ούτε και a priori πρότυπα ή πρωτοπορίες. Συγκροτούνται και λειτουργούν μέσα σε ένα δεδομένο ιστορικό πλαίσιο. Υπό αυτήν την έννοια, είναι φυσιολογικό να υπάρχουν προβλήματα στη λειτουργία τους είτε αυτό είχε να κάνει με την έλλειψη οργανικής σύνδεσης με την κοινωνία, είτε με τη γραφειοκρατία στο εσωτερικό τους, είτε ακόμα με την αδυναμία συγκρότησης ενός ενιαίου πολιτικού σχεδίου που να ελκύει τις μάζες. Στόχος λοιπόν είναι να περιοριστούν όσο γίνεται αυτές οι αγκυλώσεις και να υπερβούμε τις αδυναμίες μας μέσα από αυτή τη νέα μεταβατική προσπάθεια, χωρίς να απορρίπτουμε συλλήβδην τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς.


Το κόμμα και οι δεσμοί του με την κοινωνία


Η οργανική σύνδεση με την κοινωνία και η λαΪκή συμμετοχή σε αυτήν την προσπάθεια δεν είναι κάτι που γίνεται με τη θέσπιση δογμάτων από τα πάνω. Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να βάλουμε την κοινωνία στο κομματικό σχέδιο, αλλά την πολιτική στη ζωή του κόσμου και την κομματική οργάνωση στην κοινωνία. Η κομματική ταυτότητα πρέπει να είναι νομιμοποιημένη περισσότερο προς τα έξω απ’ ό,τι προς τα μέσα. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι σε μεγάλα ξεσπάσματα της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία 3 χρόνια (πλατείες, μορφές αυτοοργάνωσης, απεργίες), αν και ηγεμόνευσαν για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα οι αξίες της αριστεράς, υπήρχε μια φοβερή απαξίωση του συνόλου του πολιτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς.


H προσπάθεια συγκρότησης πολιτικού σχεδίου


Η συγκρότηση ενός πολιτικού σχεδίου δεν αποτελεί την αποθέωση της τακτικής, ούτε την πιο σωστά επιστημονικά επεξεργασμένη πολιτικά πρόταση στο σήμερα. Αντιλαμβανόμενο τη σοσιαλιστική προοπτική, αφ΄ ενός ως διαρκή σύγκρουση του παλιού με το νέο κόσμο, αφ΄ ετέρου ως προσπάθεια αξίες και πρακτικές (όπως η αλληλεγγύη και η πραγματική δημοκρατία) να επικρατήσουν σε συνθήκες σκληρής νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, ένα τέτοιο κόμμα θα πρέπει να έχει ως μοναδικό γνώμονα τη συνάρθρωση των χειραφετικών πρακτικών της κοινωνίας σε ένα ενιαίο πολιτικό σχέδιο. Αν υποθέσουμε ότι αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση, θα μπορούσε να υπάρξει διακυβέρνηση της χώρας χωρίς διαβούλευση με εκπροσώπους του λαού, με κοινωνικούς, εργασιακούς και επιστημονικούς φορείς πάνω στο έργο της κυβέρνησης; Για το εγγύς αλλά και το απώτερο μέλλον λοιπόν, είναι απαραίτητο για το κόμμα να έχει μια διαρκή ζύμωση με τις αγωνιζόμενες μάζες, σε αυτήν την προσπάθεια προγραμματικής και κινηματικής αντιπολίτευσης που συμβδαίζει με τη συγκρότηση πολιτικού σχεδίου.


Η δημοκρατία, η αλληλεγγύη και το συνολικό αντιπαράδειγμα


Σε αυτήν την προσπάθεια να κρατηθεί η κοινωνία όρθια και να μπορεί να μετασχηματιστεί μέσα από την αλλαγή συνειδήσεων, το νέο κόμμα οφείλει να λειτουργεί ως ένα συνολικό αντιπαράδειγμα μέσα από κάθε έκφανση της πρακτικής του και της εκφώνησής του.


Σε μια προσπάθεια που θέλουμε να έχει τη δημοκρατία ως σημαία, τόσο προς τα έξω όσο και προς τα μέσα, πρέπει να διασαφηνίσουμε τι σημαίνει για εμάς πραγματική δημοκρατία και πώς αυτή συγκρούεται με την κατ’ επίφαση αστική δημοκρατία που ζούμε. Τι είναι λοιπόν πραγματική δημοκρατία; Από τη μια πρόκειται για την προσπάθεια για ριζικές κοινωνικές αλλαγές (στην εργασία, την υγεία κ.ά), που τείνουν σε μια κοινωνία μεγαλύτερης ισότητας στη βάση της εξυπηρέτησης των συμφερόντων της πλειοψηφίας του λαού. Είναι πολύ σημαντικό η αριστερά να μπορεί να διασφαλίσει την πραγματική εκπροσώπηση και ένα σύστημα ελέγχου των αντιπροσώπων από τους εκλογείς, αλλά και να φροντίζει να εκπροσωπούνται και να προστατεύονται οι εκάστοτε μειοψηφίες σε θεσμικό επίπεδο. Από την άλλη, χρειάζεται ένα σύστημα αντιπροσώπευσης των πολιτών «από τα κάτω» που να στηρίζει και να εμπλουτίζει την παραπάνω προσπάθεια, χωρίς όμως στο όνομα της άμεσης συμμετοχής να υποστηρίζει την κατάργηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ή συμμετοχής. Η άμεση δημοκρατία ενδεχομένως να είναι βιώσιμη σε τοπικό επίπεδο, αλλά όχι σε κεντρικό, εκτός από εξαίρετες περιπτώσεις (π.χ δημοψηφίσματα).


Θεμελιακό στοιχείο επίσης αποτελεί και το εγχείρημα των δικτύων αλληλεγγύης. Η Αριστερά δεν πρέπει να αφήσει αυτήν την προσπάθεια στο σύστημα και τους μηχανισμούς του, οι οποίοι επιδιώκουν (και θα συνεχίσουν να επιδιώκουν) να λειτουργούν ως φιλανθρωπικοί οργανισμοί, ενσωματώνοντας τις αντιδράσεις των πολιτών και αποσπώντας συναίνεση. Για την Αριστερά τα δίκτυα αλληλεγγύης θα πρέπει να έχουν ως στόχο να παραμείνει η κοινωνία όρθια, όχι όμως με όρους φιλανθρωπίας, αλλά έχοντας στον πυρήνα τους την αντίσταση και την ανυπακοή. Δικτυώσεις λοιπόν ανθρώπων, που θ’ αρνούνται αυτήν την άγρια εκμετάλλευση και θα προσπαθούν συλλογικά να εξασφαλίζουν τη διαβίωσή τους στο σήμερα, αλλά και να σχεδιάζουν το μέλλον στη βάση αυτής της προσπάθειας. Δικτυώσεις ανθρώπων και μια κοινωνία σε προοδευτική κίνηση. Άνθρωποι που, μέσα από αυτήν την προσπάθεια, θα συνεχίζουν να ελπίζουν και η δρώσα συνείδηση θα τους μετασχηματίζει.


Το νέο κόμμα της Αριστεράς μπορεί λοιπόν να χτιστεί, χτίζοντας παράλληλα και το συνολικό αντιπαράδειγμα. Κι αυτό δεν αποτελεί ευχή, αλλά άμεση ανάγκη και προσπάθεια δημιουργία οράματος στους «από κάτω» μέσα από τις καθημερινές μάχες.


Το κόμμα και η εσωτερική του λειτουργία


Στην περίπτωσή μας δε μιλάμε απλά για τη δημιουργία ενός νέου κόμματος από το μηδέν, αλλά για το μετασχηματισμό μια συμμαχίας κομμάτων και οργανώσεων σε ένα ενιαίο κόμμα. Επίσης μιλάμε για ένα κόμμα, το οποίο από τη δημιουργία του θα έχει 71 βουλευτές, πράγμα επίσης πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Αυτό που έχει μέγιστη σημασία σε αυτή τη μεταβατική προσπάθεια είναι να υπάρξει ένα πλαίσιο λειτουργίας σε αντιστοίχιση με την αναφορά του κόμματος προς τα έξω.


1) Οι τοπικές και κλαδικές οργανώσεις οφείλουν να είναι οι φορείς της πραγματικής πολιτικής στην κοινωνία και να συμβάλλουν στις νέες κοινωνικές διεργασίες, όντας κομμάτι των διεργασιών αυτών και όχι παρατηρητές από τα έξω. Οφείλουν να είναι τα κέντρα λήψης των αποφάσεων με διαφάνεια, ώστε όλα τα μέλη να έχουν γνώση για το τι συζητιέται και το πώς παίρνονται οι αποφάσεις.


2) Σχετικά με τα ρεύματα ιδεών. Ενυπάρχουν στους κομματικούς σχηματισμούς, είτε αυτά αποτυπώνονται καταστατικά στη λειτουργία του κόμματος (τάσεις), είτε όχι. Σε κάθε περίπτωση τα προβλήματα στη λειτουργία των κομμάτων δεν προκύπτουν από την ύπαρξη ρευμάτων ιδεών, αλλά από τους ηγεμονισμούς στελεχών. Σίγουρα η ομαδοποίηση των μελών γύρω από συγκεκριμένες θέσεις μπορεί να συμβάλει στην εμβάθυνση ης σκέψης της οργάνωσης. Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί είναι η στεγανοποίηση των ομαδοποιήσεων, που οδηγεί στη δημιουργία άλλων μικρότερων κομμάτων μες στο ίδιο κόμμα. Αν λοιπόν στόχος σε αυτή την προσπάθεια είναι να εκδημοκρατιστεί ο διάλογος, το λογικό θα ήταν να μην υπάρχουν μόνιμες ομαδοποιήσεις, αλλά τα μέλη να μπορούν να επαναομαδοποιούνται κατά διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τα θέματα που προκύπτουν.


3) Το ότι μπορεί να προκύψουν μεγάλες σε αριθμό μελών τοπικές και κλαδικές οργανώσεις, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει αντίστοιχα και ο αριθμός αυτών που θα τους εκπροσωπούν να είναι μεγάλος. Εδώ χρειάζεται να διαμορφωθεί μια κουλτούρα για το πώς θα λειτουργούν οι οργανώσεις, δηλαδή πώς θα γίνονται οι διαδικασίες και πώς θα εκλέγονται μέσα από αυτές οι αντιπρόσωποι για τα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος. Οι διαδικασίες δεν μπορεί να είναι ένας ατέρμονος συνελευσιασμός: θα πρέπει να καταλήγουν σε πολιτικά συμπεράσματα και πρακτικές απολήξεις μέσα από τις αντιθέσεις και την πολιτική αντιπαράθεση. Η εκλογή αντιπροσώπων πρέπει να στηρίζεται στην παραδοχή ότι τα στελέχη υπάρχουν για να λογοδοτούν σε αυτούς από τους οποίους εκλέγονται, και ότι ελέγχονται, δεν αποτελούν δηλαδή προϊόν κάποιας «από τα πάνω» συμφωνίας ή μάχης μηχανισμών.


4) Η ύπαρξη των βουλευτών, και μάλιστα σχεδόν σε κάθε νομό της χώρας, μπορεί να αποτελέσει προωθητικό στοιχείο σε αυτήν την προσπάθεια. Οι βουλευτές και οι συνεργάτες τους έχουν την ευθύνη του κοινοβουλευτικού έργου. Δηλαδή σε αυτήν την αντιπολιτευόμενη πολιτική του κόμματος, τόσο προγραμματική όσο και κινηματική, να συμβάλλουν με τις θέσεις τους και τις επιστημονικές τεκμηριώσεις, χωρίς να υποκαθίστανται οι οργανώσεις και η πολιτική γραμμή που χαράζεται από αυτές και από τα όργανα του κόμματος. Να υπάρχει μια συστοιχία και μια αλληλοσυμπλήρωση, ώστε και οι οργανώσεις να είναι αποτελεσματικές στην καθημερινή τους δράση, και το κοινοβουλευτικό έργο να μπορεί να διευρύνει τα κοινωνικά ακροατήρια του κόμματος, δημιουργώντας τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση.


Τα παραπάνω δεν αποτελούν μαγικές συνταγές για ένα «καλό» κόμμα. Φιλοδοξούν να είναι μια συμβολή σε ένα πλαίσιο αρχών, αξιών και λειτουργίας του νέου κόμματος, με γνώμονα τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα ενός υποκειμένου της Αριστεράς.




Αναδημοσίευση από