Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Η εξομολόγηση ενός Χρυσαυγίτη: «Υπήρξα πιόνι ενός αστείου φυρερίσκου»

   18 Σεπ 2012 | tvxs
    Ο Χάρης Κουσουμβρής υπήρξε στο παρελθόν ένα από τα ηγετικά στελέχη και ταμίας της
    Χρυσής Αυγής. Μέλος για 12 χρόνια, από το 1990, ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του «στρατιώτη» της οργάνωσης παρά την υψηλή του θέση στην ιεραρχία. Το όνομά του εμφανίζεται σε υποθέσεις, όπως αυτή του Περίανδρου, αλλά και σε άλλες δολοφονικές επιθέσεις και δράσεις της Χρυσής Αυγής. Μετά από 12 χρόνια ο Χάρης Κουσουμβρής αποχωρεί από τη Χρυσή Αυγή και το 2004 γράφει το βιβλίο με τίτλο «Γκρεμίζοντας το μύθο της Χρυσής Αυγής» αποκαλύπτοντας στοιχεία για τις δράσεις της ναζιστικής οργάνωσης, και παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως μεταμελημένο και απογοητευμένο.

Ο παρακρατικός ρόλος της Χρυσής Αυγής, οι δολοφονικές επιθέσεις, η συνεργασία με τις αρχές, οι σχέσεις της Χρυσής Αυγής με το σύστημα και τις μυστικές υπηρεσίες, αλλά και τα αλληλοκαρφώματα και η σκοτεινή χρηματοδότηση της οργάνωσης, στην οποία εμπλέκει ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, και οι εθελοντές Χρυσαυγίτες στον πόλεμο της Σερβίας, είναι ορισμένα από αυτά που αποκαλύπτονται μέσα από το βιβλίο,αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύει το
tvxs.gr. Πολλά από αυτά είναι λίγο έως πολύ γνωστά σε αρκετούς, ωστόσο σε αυτήν την περίπτωση τα αποκαλύπτει ένα «πρωτοπαλίκαρο» του Μιχαλολιάκου. Στο τέλος έρχεται η εξομολόγηση ενός Χρυσαυγίτη που για χρόνια υπήρξε «φανατικός οπαδός ενός αστείου φυρερίσκου».

Στο βιβλίο «Γκρεμίζοντας το μύθο της Χρυσής Αυγής» ο Χάρης Κουσουμβρής αναφερόμενος στη χρηματοδότηση της οργάνωσης, εμπλέκει τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Στις ευρωεκλογές του 1999, που η Χρυσή Αυγή συνεργάστηκε με την Πρώτη Γραμμή του Πλεύρη, γράφει πως ο Νίκος Μιχαλολιάκος για τη χρηματοδότηση «εμμέσως μας έδωσε να καταλάβουμε πως αρπαχτές γινόντουσαν απ’ όλους τους κομματικούς χώρους καταπώς συνέφερε τα δύο μεγάλα κόμματα, δηλαδή ΠΑΣΟΚ και ΝΔ».

«Σύμφωνα με τα όσα μας έλεγε ο ίδιος, μια τέτοια χρηματοδότηση θα εξυπηρετούσε την ιερότητα του αγώνα μας. Τελικά αναλωνόμασταν σε μια μεγάλη στημένη βρωμιά»,αναφέρει και προσθέτει:

«Ήμουν μάρτυρας, όχι μόνο εγώ αλλά και πολύ άλλοι, όταν ο ίδιος ο αρχηγός μας (Μιχαλολιάκος) είχε στείλει να συνοδεύσουμε σε εκδήλωση της ΟΝΝΕΔ Βύρωνος τον Κ. Πλεύρη, όπου τον είχε καλεσμένο ο βουλευτής της ΝΔ, Χάρης Τομπούλογλου».

Σημειώνεται πως ο Χάρης Κουσουμβρής σε παλαιότερη συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο όταν ρωτήθηκε «πως συντηρείται οικονομικά η οργάνωση» απάντησε: «Ως ταμίας της ΄΄Χρυσής Αυγής΄΄, είχα τη δυνατότητα να γνωρίζω ότι στο ταμείο δεν είχαμε ποτέ περισσότερα από 300-400 ευρώ. Με τα χρήματα αυτά δεν συντηρείται μια οργάνωση».

«Τότε ποιος την ενίσχυε;» συνέχισε ο δημοσιογράφος. «Το ποιος δεν το ξέρω με σιγουριά. Ξέρω όμως ότι το προεκλογικό μας υλικό για τις ευρωεκλογές είχε έρθει με δελτίο αποστολής από τα γραφεία μεγάλου κόμματος. Στη ΄΄Χρυσή Αυγή΄΄ μας εκμεταλλεύτηκαν. Υπάρχουμε για να εξυπηρετούμε σκοπιμότητες».

Οι εικόνες συνεργασίας μελών της Χρυσής Αυγής με τις αστυνομικές δυνάμεις είναι αρκετά γνώριμες. Ο Χάρης Κουσουμβρής στο βιβλίο του επισημαίνει ότι αυτό γινόταν κατ’ εντολή του «αρχηγού». (Σημειώνεται ότι ο Χάρης Κουσουμβρής τις περισσότερες φορές αναφέρεται στον Νίκο Μιχαλολιάκο με τον όρο «αρχηγός»).

Μία από τις φορές όπου αστυνομία και μέλη της Χρυσής Αυγής συνεργάστηκαν ήταν το 1995 κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στο πλαίσιο της επετείου της 17ης Νοέμβρη όπου σημειώθηκαν εκτεταμένα επεισόδια. Μέλη της Χρυσής Αυγής συνέδραμαν τα ΜΑΤ ώστε να διαλυθεί η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Αυτό το περιστατικό εξιστορεί και ο Χάρης Κουσουμβρής.

Ειδικότερα αναφέρει ότι τους δόθηκε εντολή από την «ηγεσία» να πάνε «μεμονωμένα» ως «αγανακτισμένοι πολίτες» να ενισχύσουν την προσπάθεια της αστυνομίας. Υπενθυμίζεται ότι το 1995 οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν εισβάλει μέσα στο Πολυτεχνείο σπάζοντας το άσυλο, ενώ υπήρξαν και πολλές περιπτώσεις άγριου ξυλοδαρμού διαδηλωτών.

Όπως αναφέρει ο ίδιος από το 1998 και μετά έρχονται στο προσκήνιο «προδοσίες, χαφιεδιλίκια, κλίκες διεκδίκησης αξιωμάτων». Ο Χάρης Κουσουμβρής ήταν ένας εκ των κατηγορουμένων στην "υπόθεση Περίανδρου". Όπως αναφέρει στο βιβλίο του παρά τις «υποσχέσεις» του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης Γ. Ρωμαίου προς το κοινό «ποτέ δεν εξεδόθη ένταλμα έρευνας για την οικία οποιουδήποτε».

Ο Κουσουμβρής γράφει ότι ο "αρχηγός", για τον οποίο αναφέρει ότι ήταν«άριστος μηχανορράφος εκμεταλλευόμενος το συναίσθημα του καθενός διαιρώντας και βασιλεύοντας», του είπε ότι «είχε κάποιον άνθρωπο που τον προστατεύει και έτσι πάγωσε η υπόθεση του Περίανδρου και δεν τον κάλεσαν για κατάθεση τον ίδιο και φυσικά εμένα λόγω αυτού».

Σημειώνεται ότι ο Χάρης Κουσουμβρής κατηγορεί έμμεσα τον Μιχαλολιάκο για τη σύλληψη του Ιωάννη Βουλδή για την υπόθεση, τον οποίο αναφέρει ως Ι.Β. Σύμφωνα με τον Κουσουμβρή ο Βουλδής συλλαμβάνεται έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής, όπου βρέθηκε ύστερα από εντολή του "αρχηγού" να ελέγξει την πόρτα των γραφείων. Οι αστυνομικοί είχαν μάθει ότι θα βρίσκεται εκεί ύστερα από ανώνυμο τηλεφώνημα. «Ποιος πήρε άραγε τηλέφωνο. Απόρρητο. Ο νοών νοήτω» γράφει.

Σε άλλο σημείο επισημαίνει ότι η Χρυσή Αυγή, ένα αυθεντικό παραμάγαζο, «δεν επιβιώνει με τις ίδιες δυνάμεις, με αυτοστήριξη αλλά με έξωθεν σκαλωσιές και δεκανίκια που οι κρατικοί μηχανισμοί της διαθέτουν».

Αναφέρεται επίσης και στους Ηλία Παναγιώταρο (βουλευτή σήμερα της Χρυσής Αυγής) και Δημήτρη Ζαφειρόπουλο (εκδότης της εφημερίδας "Ελεύθερος Κόσμος") επισημαίνοντας τα «καρφώματα», τις δολοπλοκίες και τις σχέσεις τους με την Ασφάλεια. Εξάλλου όπως αναφέρει «ο Παναγιώταρος είναι προμηθευτής ενδύσεως των Σωμάτων Ασφαλείας».

Στις 20 Απριλίου του 2000 στο ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ πραγματοποιείται συνέδριο επιχειρηματιών της Ελλάδας και της Τουρκίας στο πλαίσιο της «χρονιάς της ελληνοτουρκικής φιλίας». Μέλη της Χρυσής Αυγής συγκεντρώνονται έξω από το ξενοδοχείο και καίνε μια τουρκική σημαία. Μετά από λίγη ώρα οι Χρυσαυγίτες αποχωρούν. Την επομένη ο Κουσουμβρής ενημερώνεται από τον«αρχηγό» ότι οι Παναγιώταρος και Ζαφειρόπουλος έχουν συλληφθεί.

Ο ίδιος επικοινωνεί με τον Ζαφειρόπουλου, ο οποίος του λέει ότι δεν έχει συλληφθεί, όμως λίγη ώρα αργότερα η «προφητεία» του «αρχηγού» επιβεβαιώνεται και οι Παναγιώταρος και Ζαφειρόπουλος συλλαμβάνονται με την κατηγορία της «πρόκλησης συμμάχου χώρας και εξευτελισμού του εθνικού της συμβόλου». Ο Κουσουμβρής υπογραμμίζει ότι αν και οι Ζαφειρόπουλος και Παναγιώταρος είχαν συλληφθεί ωστόσο είχε κανονικά επικοινωνία μαζί τους καθώς είχαν ακόμα τα κινητά πάνω τους. Και συνεχίζει:

«Το ίδιο απόγευμα αφού οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα στα δικαστήρια της σχολής Ευελπίδων, αφέθησαν ελεύθεροι. Το πως αφέθησαν ελεύθεροι χωρίς δίκη μιας και συνελήφθησαν μέσα στα πλαίσια του αυτοφώρου είναι άξιο απορίας. Τότε μας είπαν πως ο εισαγγελέας δεν τους απηύθυνε κατηγορίες. Απορίας άξιον είναι επίσης πως κλητευθύκαμε για κατάθεση στις 5 Οκτωβρίου του 2000 έξι μήνες μετά το συμβάν αφού ο εισαγγελέας δεν άσκησε ποινική δίωξη. Όλα αυτά είναι εύλογα ερωτήματα την στιγμή που τρία χρόνια μετά κλητευθήκαμε να δικαστούμε για αυτήν την υπόθεση»

Λίγο παρακάτω γράφει: «Τον Σεπτέμβριο του ίδιο έτους παρουσιαστήκαμε στα δικαστήρια της σχολής Ευελπίδων για την εκδίκαση της υποθέσεως που προανέφερα» (υπόθεση Περίανδρου) [...] «Εκεί στους χώρους των δικαστηρίων εξεπλάγην όταν μπροστά στα μάτια μας ο Ζαφειρόπουλος με τον Παναγιώταρο είχαν μιας λείαν εγκάρδια συνομιλία με τον προϊστάμενο της προστασίας του πολιτεύματος (βασικό κατήγορό μας στην υπόθεση Ιντερκοντινέταλ). Τόσο πολιτισμένος διάλογος τόσο εγκάρδια μειδιάσματα; Τελικά κάποιοι έδιναν και κάποιοι έπαιρναν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε!».

Αναφορά στη σχέση του Ηλία Παναγιώταρου με την αστυνομία γίνεται και στηνυπόθεση μαχαιρώματος του Πάρη Χρυσού, στις 16 Νοεμβρίου του 2002. Η εφημερίδα της Χρυσής Αυγής έγραψε μετά το περιστατικό ότι ο Παναγιώταρος έχει αναγνωριστεί για την υπόθεση, αλλά "έχει ισχυρό άλλοθι". Σημειώνεται πως το "άλλοθί του" ήταν πως υποστήριξε ότι βρισκόταν στο σπίτι του όταν δέχτηκε τηλεφώνημα από την αστυνομία. Για το μαχαίρωμα αναγνωρίστηκαν επίσης οι Παπαγεωργίου και Κουσουμβρής μέσω φωτογραφιών.

Ο Κουσουμβρής, που αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή στην υπόθεση, γράφει ότι «αμέσως μετά το μαχαίρωμα του Πάρη Χρυσού, ένας αστυνομικός τηλεφωνεί στο κινητό του Παναγιώταρου ρωτώντας τον ποιος το έκανε. (Γι' αυτό άλλωστε η εφημερίδα Χρυσή Αυγή αναφέρει: Ύστερα από αστυνομικό έλεγχο. Τώρα τι αστυνομικός έλεγχος μπορεί να γίνει μέσω τηλεφώνου και με ποια άνεση κάποιος αστυνομικός σε παίρνει τηλέφωνο;). [...] Τελικά δεν του απαγγέλθηκε καμία κατηγορία σε βάρος του, παρά την αναγνώριση του, καλύπτοντάς τον μάλιστα ο ασφαλίτης».

Στις 10 Νοέμβρη του 2003 τα μέλη της Χρυσής Αυγής παρουσιάζονται στα δικαστήρια για την υπόθεση Ιντερκοντινένταλ (ο Κουσουμβρής είναι και πάλι ανάμεσα στους κατηγορούμενος). Οι Παναγιώταρος και Ζαφειρόπουλος, σύμφωνα με τον Κουσουμβρή, καταδικάζουν το κάψιμο της τουρκικής σημαίας. «Την ίδια στιγμή που ο Παναγιώταρος κατακρίνει το κάψιμο της σημαίας [...] πλουτίζει πουλώντας μπλούζες με τον δικέφαλο αετό να σκίζει την τουρκική σημαία. Το θράσος τους όμως δεν τελειώνει εκεί», σχολιάζει ο Κουσουμβρής.

«Η δίκη της 10ης Νοεμβρίου είχε να φανερώσει όμως κι άλλα στοιχεία που ναι μεν είχαν φανερωθεί κατά καιρούς, μιλάω για την εμφανή συμπάθεια και συνεργασία χρυσαυγιτών με κάποιους αστυνομικούς της κρατικής, που ποτέ οι ίδιοι οι αστυνομικοί δεν είχαν καταμαρτυρήσει», γράφει και καταλήγει: «Η δίκη της 10ης Νοεμβρίου όπως ήταν αναμενόμενο ανεβλήθη και ορίστηκε για τον ερχόμενο Ιούνιο οδεύοντας με γρηγορότερα βήματα για την παραγραφή».

Μετά και την υπόθεση μαχαιρώματος του Πάρη Χρυσού, ο Χάρης Κουσουμβρής έρχεται σε ρήξη με τον «αρχηγό» και την «ηγεσία» της οργάνωσης και αποφασίζει να αποχωρήσει από τη Χρυσή Αυγή. «Έπρεπε να μείνω καθαρός βγαίνοντας από τη λάσπη που είχα βουτήξει όλα αυτά τα χρόνια» γράφει.

Την επομένη της αποχώρησής του ο Χάρης Κουσουμβρής κατηγορείται για ληστεία στην Καλαμάτα. Στο βιβλίο του αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή χαρακτηρίζοντας τα στοιχεία αναξιόπιστα. Ο Κουσουμβρής αναφέρει ότι η δίωξη του καθοδηγήθηκε από τη Χρυσή Αυγή, η οποία όπως υποστηρίζει ήθελε να τον εξαφανίσει, κάνοντας λόγο για στοιχεία που στήθηκαν από τις αρχές και το παρακράτος και σε «παιχνίδια ασφαλιτών και της παρακρατικής παρέας τους». Τελικά το Σεπτέμβριο του 2003 καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια και οκτώ μήνες φυλάκιση με δικαίωμα έφεσης ανασταλτικού χαρακτήρα.

Ο απολογισμός ενός Χρυσαυγίτη

«Ναι υπήρξα μέλος μιας οργάνωσης με ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα. Δεν τον ονομάζω ιδεολογικό χαρακτήρα διότι δεν μπορείς να προσάψεις στην Χρυσή Αυγή συγκεκριμένο ιδεολογικό χαρακτήρα. Βρέθηκα στην ηλικία των 17 χρόνων ανάμεσα σε μια νεανική παρέα που νόμιζα ότι θα μπορούσε να αποτελέσει για μένα το λίκνο αναπτύξεως των εφηβικών μου οραμάτων, άμεσα συνδεδεμένων με τον συναισθηματισμό αυτής της ηλικίας.

[...]

Δυστυχώς οι περιρρέουσες πολιτικές ισορροπίες σε τούτη την παραπαίουσα Κοινωνία είναι τόσο συγκεχυμένες που ώστε δεν κατάφεραν να διαφωτίσουν κατά πως έπρεπε έναν ανυποψίαστο έφηβο, προστατεύοντάς τον από τις «εξολισθήσεις»... Έτσι ο νέος που μικρός έπαιζε στις γειτονιές της Κυψέλης θέλησε να διασκεδάσει τις αγωνίες του εντασσόμενος σε μια αγέλη, η οποία απ’ ό,τι φάνηκε εμφανιζόταν μασκαρεμένη

Σαφώς και δεν αποζητώ συγχωροχάρτια! Σαφώς και θεωρώ ότι η εφηβική αφέλεια δεν συνιστά και λόγο αφέσεως αμαρτιών την στιγμή που η ίδια η ηλεκτρονική εποχή μας εφόσον σου παρέχει όλες τις δυνατότητες ενημερώσεως δεν συγχωρεί άγνοια... Αλλά ο αναμάρτητος....

[...]

Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω πόσο ύπουλα το διεφθαρμένο Σύστημα, προκειμένου να κυριαρχήσει πάνω στις ανόητες μάζες κατασκεύαζε αντιπαλότητες... Πόσο στυγνά μετέτρεπε τους ανθρώπους σε πεζοδρομιακές φατρίες προκειμένου να κυριαρχεί πάνω στα συντρίμμια τους κι έτσι ελάχιστες μεγαλοαστικές συμμορίες να σκυλεύουν πτώματα και πατώντας επί πτωμάτων να ευημερούν πάνω στη δυστυχία των ηλίθιων. Σπούδασα τη μικρότητα αυτού του Συστήματος κι ευτυχώς κάλιο αργά παρά ποτέ κατάλαβα ότι το Σύστημα αυτό δεν είναι απρόσωπο αλλά καθρεφτίζεται με το είδωλο όλων όσων ηθελημένα ή αθέλητα συμμετέχουν στην τεχνητή «αντιπαλότητα» των δήθεν ιδεολογικών ‘Παρατάξεων’ των οποίων οι συγκρούσεις καταλήγουν στην εδραίωση της κυριαρχίας των ολίγων...

[...]

Οι πεινασμένοι να αλληλοσπαράσσονται για να κυριαρχούν οι πλουτοκράτες και οι προστάτες τους τα καλοφαγωμένα μαντρόσκυλα του σάπιου αστικού Συστήματος! Καλός μαλάκας θα μου πει κανείς ήμουνα... Ίσως ναι ίσως όχι!

Εκείνο που θυμάμαι είναι κάποιες αξίες να με ωθούν ανεξέλεγκτα μέσα σε ένα ρεύμα ανάξιας καθημερινότητας που άλλοι διαμόρφωναν για μένα. Κάποιοι επιτήδειοι με έσπρωχναν σε τεχνητές και ανάξιες αντιπαλότητες κι ένας από αυτούς σίγουρα ήταν και ένας κομπλεξικός που ήθελε να καλύψει τις απελπιστικές υπαρξιακές του ανασφάλειες στήνοντάς γύρω του μιαν αυλή μαριονετών η οποία θα του προσέδιδε λόγο υπάρξεως. Κι αυτός δεν ήταν παρά ένα πιόνι του Συστήματος το οποίο παράγει αβαντάρει και διαθέτει κάμποσα τέτοια πιόνια.

[...]

Ε λοιπόν έχω το θάρρος να πω ότι είχα πέσει κι εγώ στη παγίδα του κατασκευασμένου φανατικού οπαδού ενός αστείου ‘φυρερίσκου’ ενός πλάσματος που αν η Κοινωνία είχε στοιχειώδη ευθιξία θα τον είχε κλείσει σε κλουβί και τα τον περιέφερε στις γειτονιές να διασκεδάζουν οι θλιμμένοι δανειολήπτες! Ναι σε μια κοινωνία που το Σύστημα υποχρεώνει τους ηλίθιους υπηκόους του σε ισόβια τοκογλυφική αφαίμαξη, εγώ ο μεροκαματιάρης κατευθυνόμουν από έναν μισότρελλο ‘γκουρού’ εναντίον άλλων μεροκαματιάρηδων γιατί έτσι το ήθελε η ‘ιδεολογία’ η μάλλον τα ανομολόγητα βιοποριστικά συμφέροντα του ‘γκουρού’ ο οποίο βέβαια ποτέ δεν έμαθε τι θα πει μεροκάματο.

[...]

Τι αντιπροσώπευε για μένα αυτή η θλιβερή προσωπικότητα; Στην αρχή τα πάντα, όχι γιατί με έπεισε έστω και μια στιγμή για την αξία που ποτέ δεν είχε αλλά διότι έβλεπα πολλούς σαν και μένα να την πλαισιώνουν πιστεύοντας όπως κι εγώ ότι αντιπροσώπευε κάποιες αξιες. Έλεγα ‘δεν είναι δυνατόν για να είναι όλοι αυτοί γύρω του αξίζει!’ και έτσι υπάκουα στις προβοκατόρικες διαταγές του χωρίς να τις κρίνω. Ήμουν στρατιώτης τους κι ήξερα πως ο στρατιώτης δεν κρίνει αλλά υπακούει!».