Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα: Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών


Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον 
Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες 
αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Αφιέρωματου Μενέλαου Χαραλαμπίδη
Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα:
Πτυχές μιας δύσκολης συμβίωσης

Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάζονταν θριαμβευτής στη Σμύρνη το Μάιο του 1919, κανένας δεν περίμενε την κατάληξη που θα είχε η Μεγάλη Ιδέα, με αποκορύφωμα όσα διαδραματίστηκαν στην ίδια πόλη τρία χρόνια αργότερα. Η κατάρρευση του μετώπου και η εκκένωση των μικρασιατικών παραλίων από τον ελληνικό στρατό, άφησε έκθετους τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς. Κατά την άτακτη υποχώρηση του στρατού και κυρίως μετά την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, περίπου 1.500.000 άτομα εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους και ήρθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Η κοινωνική γεωγραφία της χώρας άλλαξε άμεσα. Η Ελλάδα του 1930 ήταν μια «άλλη χώρα» σε σχέση με αυτή του 1920.

Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου εκδηλώθηκε το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 από τμήματα του ελληνικού στρατού που είχαν διαφύγει στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Επικεφαλής του κινήματος τέθηκαν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς και ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, οι οποίοι απαίτησαν και πέτυχαν τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Οι εξελίξεις αυτές εξασφάλισαν στην Επαναστατική Επιτροπή μια ευρεία λαϊκή υποστήριξη, ενώ ταυτόχρονα συσπείρωσαν τους αντιβενιζελικούς εναντίον της.

Η κρισιμότητα της πολιτικής κατάστασης κορυφώθηκε όταν δύο μόλις μήνες μετά την πολιτική αλλαγή της 15ης Σεπτεμβρίου 1922, εκτελέστηκε στο Γουδή η ηγεσία της αντιβενιζελικής παράταξης: ο αρχιστράτηγος της στρατιάς στη Μ. Ασία Γεώργιος Χατζηανέστης, ο υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής, και οι τρεις τελευταίοι πρωθυπουργοί της χώρας Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος και Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης. Συνειδητά και μη, οι αντιβενιζελικοί συνέδεσαν την άφιξη των προσφύγων με την καταδίκη και εκτέλεση της πολιτικής τους ηγεσίας, γεγονός που όρισε από πολύ νωρίς το πολιτικό χάσμα που τους χώριζε από αυτούς.

Δεν ήταν όμως μόνο οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών του 1922 που διαμόρφωσαν την ελληνική πραγματικότητα. Οι αντοχές, κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές, της ελληνικής κοινωνίας είχαν ήδη δοκιμαστεί σκληρά. Είχε προηγηθεί μια ολόκληρη δεκαετία συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων που είχε αρχίσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, συνεχίστηκε με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ολοκληρώθηκε με την αποστολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Μ. Ασία. Ήδη από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και λόγω των διωγμών του ελληνικού στοιχείου που αυτοί προκάλεσαν, ένα πρώτο μεγάλο κύμα προσφύγων είχε φτάσει στην Ελλάδα. Την περίοδο 1912-1919 ζήτησαν καταφύγιο εντός των ελληνικών συνόρων περίπου 800.000 πρόσφυγες, προερχόμενοι από την τότε βουλγαρική Θράκη, την ανατολική Θράκη, τη Βόρειο Ήπειρο, τη Μ. Ασία, τον Πόντο, τη Νότιο Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την ιταλοκρατούμενη Μ. Ασία και την Αίγυπτο.[1] Ένα σημαντικό τμήμα των προσφύγων αυτών επανήλθε στις εστίες του μετά το 1919, όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και κατέλαβε την ευρύτερη περιοχή της, για να επιστρέψουν εκ νέου ως πρόσφυγες μετά το 1922.

Σε πολιτικό επίπεδο, τη σύμπνοια και την εθνική έπαρση της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων, διαδέχθηκε ο εθνικός διχασμός ανάμεσα σε βασιλικούς και βενιζελικούς κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου. Η τεταμένη πολιτική κατάσταση σε συνδυασμό με την οικονομική επιβάρυνση των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων, δοκίμασαν σκληρά τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας. Ένα μεγάλο τμήμα του ενεργού εργατικού δυναμικού βρίσκονταν σε διαρκή επιστράτευση, γεγονός που συνεπαγόταν πέρα από το ψυχολογικό και ένα βαρύ οικονομικό κόστος για τις οικογένειές τους. Επιπρόσθετα, οι τουλάχιστον 50.000 νεκροί του ελληνικού στρατού υπήρξαν το βαρύ αντίτιμο που πλήρωσε η ελληνική κοινωνία στα πεδία των μαχών.[2]

Έτσι λοιπόν, αν και υπήρχε ήδη από το 1914 εμπειρία στη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος, το μέγεθος του προσφυγικού κύματος μετά το 1922, η οξυμμένη πολιτική κατάσταση και η οικονομική και ψυχολογική εξάντληση των κατοίκων του ελληνικού κράτους, συνιστούσαν το εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον εντός του οποίου καλούνταν να συμβιώσουν οι παλαιοί και οι νέοι πολίτες της χώρας.


Η άφιξη των προσφύγων


Από τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1922 χιλιάδες πρόσφυγες άρχισαν να καταφθάνουν καθημερινά με πλοία στο λιμάνι του Πειραιά. Σε μια κατάσταση πραγματικού χάους, με την πολιτική ηγεσία σε πλήρη κατάρρευση, έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για την υποδοχή των προσφύγων. Το φθινόπωρο του 1922 όλοι οι δημόσιοι χώροι της Αθήνας και του Πειραιά είχαν «καταληφθεί» από πρόσφυγες. Κεντρικές πλατείες και δρόμοι, δημόσιες υπηρεσίες, θέατρα, ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, αποθήκες και υπόστεγα «στέγαζαν» χιλιάδες ανθρώπους. Τον Σεπτέμβριο του 1922, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας έκδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία επιτρεπόταν η τοποθέτηση κλινών στους διαδρόμους των ξενοδοχείων, ενώ παράλληλα ίδρυσε γραφεία εξεύρεσης εργασίας σε Αθήνα και Πειραιά, ανακοινώνοντας ότι «πάντες οι έχοντες ανάγκην υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ως και οι ζητούντες εργασίαν δύνανται να προσφύγωσιν εις τα άνω γραφεία.[3]

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1922, σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου του δημάρχου Αθηνών, περίπου 70.000 πρόσφυγες διέμεναν σε 130 πρόχειρους καταυλισμούς διάσπαρτους σε ολόκληρη την πόλη. Η δημοτική αρχή επιδόθηκε σε ένα αγώνα με το χρόνο για να καθαρίσει και να διαμορφώσει κατάλληλα χώρους στους οποίους θα μπορούσαν να διαμείνουν προσωρινά οι πρόσφυγες. Άμεσα παραχωρήθηκαν χώροι στο Σταθμό Λαρίσσης, στους στρατώνες του Ρουφ, στο Νέο Κόσμο, στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης, στη Γούβα Παγκρατίου και στη συνοικία Άρεως. Επίσης πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στον εσωτερικό χώρο του Πολυτεχνείου, στα υπόγεια του Υπουργείου Επισιτισμού, ενώ διαμορφώθηκαν κατάλληλα οι χώροι των λουτρών στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων όπου εγκαταστάθηκαν 150 άτομα, ο χώρος των Παλαιών Σφαγείων όπου βρήκαν στέγη 600 πρόσφυγες και ο χώρος του Δημοτικού Θεάτρου για να φιλοξενήσει 1.300 άτομα. Παράλληλα, οι υπηρεσίες του δήμου κατασκεύασαν τέσσερα μεγάλα περίπτερα στην οδό Πέτρας στον Κολωνό, όπου στεγάστηκαν 500 οικογένειες προσφύγων.[4]

Πρόσφυγες στεγάστηκαν επίσης στο «αεροδρόμιον Γουδίου», το οποίο επιτάχθηκε για αυτό τον σκοπό, στο Εθνικό Θέατρο, στο θέατρο Ολύμπια, στο Ζάππειο Μέγαρο, στα Παλαιά Ανάκτορα, σε όλα τα σχολεία του Πειραιά και σε μεγάλο αριθμό σχολείων της Αθήνας, σε αποθήκες του Δημοσίου, σε εργοστάσια, ακόμα και σε όλες τις χαρτοπαικτικές λέσχες όπου εγκαταστάθηκαν «οι της καλλιτέρας κοινωνικής τάξεως πρόσφυγες» με την καταβολή ανάλογου μισθώματος. Παράλληλα το Βαρβάκειο στην οδό Αθηνάς και η Αστυκλινική Αθηνών μετατράπηκαν σε νοσοκομεία προσφύγων.[5]

Χαρακτηριστική της κατάστασης που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες μετά την αποβίβασή τους στο λιμάνι του Πειραιά, είναι η εικόνα που καταγράφεται στην αφήγηση της Τασίας Χρυσάφη – Ακερμανίδου. Η Ακερμανίδου ήταν από τα παιδιά που γεννήθηκαν πάνω στα πλοία κατά τη διάρκεια μεταφοράς των προσφύγων στην Ελλάδα. Όταν η οικογένειά της έφτασε μετά από πολυήμερο ταξίδι στο λιμάνι του Πειραιά, βρέθηκε αντιμέτωπη με την παρακάτω εικόνα:

«Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου […] πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”, ούτε όχι δεν λέγανε “τσ!” κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε. Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. “Ήρθαν οι “πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας”, έτσι λέγανε.»[6]

Μετά από περιπλάνηση αρκετών ημερών, η οικογένεια Ακερμανίδη βρήκε στέγη με τη βοήθεια μιας γυναίκας που έμενε στη συνοικία της Γαργαρέττας κάτω από την Ακρόπολη. Ο μοναδικός χώρος που μπορούσε να τους προσφέρει ήταν ένα κοτέτσι στην αυλή του σπιτιού της. Αφού πρώτα έσφαξε τη μοναδική κότα που είχε και ασβέστωσε καλά το χώρο, το κοτέτσι αποτέλεσε το πρώτο «σπίτι» της οικογένειας Ακερμανίδη για ένα τουλάχιστον μήνα μετά την άφιξή της στην Αθήνα.


Τα πεδία εκδήλωσης των αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς

Επιτάξεις ακινήτων και αναγκαστικές απαλλοτριώσεις

Μια πρώτη ένδειξη των νέων δεδομένων που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων στην Αθήνα, προκύπτει από την κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού της. Σύμφωνα με την τελευταία, πριν την άφιξη των προσφύγων του 1922, απογραφή πληθυσμού, το 1920 στην Αθήνα κατοικούσαν 297.276 άτομα. [7] Οκτώ μόλις χρόνια μετά, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, η Αθήνα είχε πληθυσμό 459.211 ατόμων, ο οποίος κατηγοριοποιούνταν ως εξής: 131.810 γηγενείς, 129.380 πρόσφυγες και 198.021 εσωτερικοί μετανάστες. [8] Αν ληφθεί υπόψη το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό θνησιμότητας ανάμεσα στους πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι περίπου 150.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα την πρώτη πενταετία μετά την μικρασιατική καταστροφή. Μόνο από τους αριθμούς γίνεται κατανοητό ότι η αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε το μεγαλύτερο έως τότε, και ίσως έως σήμερα, εγχείρημα που ανέλαβε το ελληνικό κράτος.

Στο χαοτικό κλίμα που προκλήθηκε από την άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων εξαθλιωμένων ανθρώπων, το πρώτο μέτρο της Επαναστατικής Επιτροπής που ανέλαβε την εξουσία με την άφιξή της στην Αθήνα στις 15 Σεπτέμβρη του 1922,[9]ήταν η επίταξη δημοσίων κτιρίων (κυρίως σχολίων) αλλά και ιδιωτικών, για την προσωρινή εγκατάσταση προσφύγων. Το μέτρο της επίταξης - όπως κωδικοποιήθηκε και επεκτάθηκε με τα νομοθετικά διατάγματα της 11ης Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων» και της 22ας Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων ακινήτων» [10] - προκάλεσε τις πρώτες προστριβές ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους της πόλης. Το γεγονός ότι όλοι οι δημόσιοι χώροι είχαν κατακλιστεί από πρόσφυγες, ότι δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν τα σχολεία λόγω της εγκατάστασης προσφύγων σε αυτά, αλλά κυρίως η αναγκαστική συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων στα ίδια σπίτια, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες από την πλευρά των γηγενών.

Η αναγκαστική συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων στα σπίτια των πρώτων, έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστεί για να αποφευχθούν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Έπρεπε λοιπόν το συντομότερο δυνατό να κατασκευαστούν οικήματα σε χώρους εκτός του οικιστικού ιστού της πόλης με στόχο να στεγαστούν σε αυτά οι πρόσφυγες που διέμεναν στα επιταγμένα σπίτια των γηγενών, αλλά και στους επιταγμένους δημόσιους χώρους όπως τα σχολεία. Η προσπάθεια της «Επαναστάσεως» να εξομαλύνει την κατάσταση προσέκρουε στην αντίδραση των προσφύγων που διέμεναν σε σκηνές ή πρόχειρα καταλύματα. Έτσι όταν τον Μάιο του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) κατασκεύασε τα πρώτα ξύλινα οικήματα στην Καισαριανή για να στεγάσει μέρος των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στα επιταγμένα σπίτια των Αθηναίων, οι πρόσφυγες που ζούσαν σε σκηνές και παραπήγματα στη συνοικία, διεκδίκησαν την απόδοση των οικημάτων σε αυτούς. Σε περιπτώσεις σαν και αυτή, όπου το κράτος έπρεπε να εφαρμόσει την όποια πολιτική αποκατάστασης, η σύγκρουση συμφερόντων δημιουργούσε ένα ακόμα πεδίο προστριβών ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς.

Η στάση των κρατικών αξιωματούχων και υπαλλήλων, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της αποκατάστασης και στη συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, καθώς οι πρόσφυγες δεν είχαν ενταχθεί ακόμα στον κρατικό μηχανισμό, γίνονταν αντιληπτή από τους πρόσφυγες ως εχθρική απέναντί τους λόγω της καταγωγής τους. Το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς τους υπαλλήλους και αξιωματούχους εκμεταλλεύτηκαν τη δεινή θέση των προσφύγων για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη, δημιούργησε τη στερεοτυπική εικόνα του διεφθαρμένου παλαιοελλαδίτη κρατικού υπαλλήλου. Ο Παναγιώτης Σταμπούλος διέμενε με την οικογένειά του σε σκηνή στον πρόχειρο καταυλισμό πίσω από το νοσοκομείο Συγγρού, στην περιοχή όπου αργότερα δημιουργήθηκε η συνοικία της Καισαριανής. Η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει για την οικογένειά του ένα από τα ξύλινα οικήματα που έχτισε το Ταμείο Περιθάλψεως τον Μάιο του 1923, είναι χαρακτηριστική:

«Ο Μητσοτάκης είναι Κρήτας, υπάλληλος του ταμείου περιθάλψεως, σε αυτόν είχε ανατεθεί η διεύθυνσις στεγάσεως προσφύγων, και η υπηρεσία του στεγάζετο εις τα παλαιά Ανάκτορα […] Ήταν κατεργάρης, τα κατάφερνε θαυμάσια, και χρηματίζετο από τους πλουσίους Αθηναίους των οποίων τα μέγαρα είχαν επιταχθεί για τους πρόσφυγας. Γιαυτό εις τα παραπήγματα του καταυλισμού μας μετέφερε τις οικογένειες των επιταγμένων σπιτιών των Αθηναίων […] Μέσα στον σορόν των γυναικών που κατάκλυζε καθημερινώς το γραφείον του υπήρχαν φυσικά !!! και νοστιμούλες γυναίκες, ή κορίτσια, οι υπάλληλοί του καταλλήλως πλησίαζαν όσες από αυτές ημπορούσαν, και από μίαν ιδιαιτέραν είσοδον τες περνούσαν εις το γραφείον του. Εκεί εγένετο ο συνδυασμός του γλεντιού και της διαφθοράς και κατόπιν μερικές από αυτές προηγούντο στην Στέγασιν. Βλέποντας αυτά τα πράγματα, πίστευα πως δεν θα κατόρθωνα τίποτα με την νομιμόφρονα τακτική μου, και μια μέρα έχασα την υπομονή μου μπήκα στο γραφείον του δια της βίας, και όταν ξαφνικά είδα το παζάρεμα της Στεγάσεως και της διαφθοράς των προαναφερθέντων γυναικών, νευρίασα, και πάνω από το γραφείον του πήρα ένα βαρύ μελανοδοχείον το πέταξα στα μούτρα του Μητσοτάκη. Αυτό ήταν !!!»[11]

Πέρα όμως από τις επιτάξεις ακινήτων, οι σχέσεις ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους της Αθήνας δοκιμάστηκαν και από τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που διενεργούσε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ). Η οικιστική αποκατάσταση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων, απαιτούσε την εξεύρεση κατάλληλων εκτάσεων για να πραγματοποιηθεί.

Στην προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κοινωνικών αναταραχών που προέκυπταν από τις επιτάξεις δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, οι αρχές που ήταν επιφορτισμένες με την οικιστική αποκατάσταση των προσφύγων, πρόκριναν τη λύση της δημιουργίας προσφυγικών συνοικισμών σε «ασφαλή» απόσταση από τον υπάρχοντα οικιστικό ιστό της Αθήνας και του Πειραιά. Η επιλογή αυτής της λύσης συνεπαγόταν εκτεταμένες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους όπου το ιδιοκτησιακό καθεστώς χαρακτηρίζονταν από τη σχεδόν παντελή απουσία δημόσιας περιουσίας, οι εκτάσεις αυτές έπρεπε να βρεθούν μέσω της απαλλοτρίωσης ιδιωτικών περιουσιών. Σύμφωνα με τη Λίλα Λεοντίδου, οι αρχές προχώρησαν σ’ ένα προμελετημένο και εσκεμμένο αποκλεισμό και γεωγραφικό διαχωρισμό των προσφύγων, καθώς «οι 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί συνοικισμοί που δημιουργήθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου τόσο από την ΕΑΠ, όσο και από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, απείχαν 1-4 χλμ. από τα όρια της οικοδομημένης κατά το 1922 περιοχής».[12]

Μετά την έλευση των προσφύγων δημιουργήθηκαν οι συνοικίες της Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας, Ν. Σμύρνης, Ν. Χαλκηδόνας, Περιστερίου, Καισαριανής, Βύρωνα, Υμηττού καθώς και μεγάλος αριθμός μικρότερων. Ουσιαστικά η άφιξη των προσφύγων είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας πόλης, εξέλιξη που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική γεωγραφία της πρωτεύουσας.

Αν και σε πολλές περιπτώσεις ακολουθήθηκε η πολιτική της αγοράς ή απαλλοτρίωσης μεγάλων ιδιοκτησιών – π.χ. ο αρχικός πυρήνας της Ν. Ιωνίας δημιουργήθηκε σε ιδιοκτησία 1.230 στρεμμάτων που αγόρασε τον Αύγουστο του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων από το Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου[13] – σε άλλες πραγματοποιήθηκαν αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και μικρών ιδιοκτησιών.

Αυτές κυρίως οι περιπτώσεις, όπου η εγκατάσταση των προσφύγων έθιγε πολλούς μικροϊδιοκτήτες, αποτέλεσαν άλλο ένα πεδίο σύγκρουσης προσφύγων και γηγενών. Για παράδειγμα, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που πραγματοποιήθηκαν στον Κοπανά, περιοχή στα σύνορα του Βύρωνα με τον Υμηττό, προκάλεσαν τη δυναμική αντίδραση των κατοίκων. Σε άρθρο αντιβενιζελικής εφημερίδας με τίτλο: «Από τα σκάνδαλα των απαλλοτριώσεων. Η συνοικία Κοπανά εν αναστατώσει. Απειλείται αιματοχυσία», γινόταν λόγος για το «κράτος των προσφύγων» το οποίο στερούσε από τους γηγενείς τις ιδιοκτησίες τους για να τις προσφέρει στους πρόσφυγες, οι οποίοι τις πουλούσαν εκ νέου «προς 50 και 60 δραχ. τον πήχυν» για να αποκομίσουν κέρδη.

Η εφημερίδα κατηγορεί το βουλευτή της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων Ιασωνίδη και την ΕΑΠ, για την απόδοση ιδιοκτησιών στους διάφορους «Αρπαξόγλου και Αποζημιωσόγλου», χαρακτηρίζοντας την πράξη αυτή ως διωγμό των γηγενών. Ο αρθογράφος προειδοποιούσε ότι εάν δεν σταματούσε η κατεδάφιση κτιρίων από την ΕΑΠ, «ασφαλώς θα ευρεθώμεν τάχιστα προ εμφυλίου σπαραγμού εις την γωνίαν αυτήν των Αθηνών». Σύμφωνα με το άρθρο, οι γηγενείς κάτοικοι του Κοπανά έλαβαν την απόφαση να «αντιτάξουν την βίαν κατά της βίας, αποφασισμένοι να αποκρούσουν δια των όπλων, κάθε νέαν επιδρομήν των πειρατών αυτών της ξηράς». Η εφημερίδα ζητούσε την απόδοση δικαιοσύνης «εκτός εάν ο νέος υπουργός της Προνοίας φρονεί ότι οι γηγενείς πρέπει να μεταβληθούν εις δουλοπαροίκους των ψηφοφόρων του κ. Ιασωνίδου.»[14]

*Διαβάστε αύριο το δεύτερο μέρος του αφιερώματος για το προσφυγικό ζήτημα στην μεσοπολεμική Αθήνα

[1] Υπουργείον Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των προσφύγων 1917-1920, Αθήνα, 1920, σ. 5.
[2] Τη δεκαετία 1912-1922 κόστος της ελληνικής κοινωνίας σε ανθρώπινες ζωές ήταν μεγάλο. Χωρίς να υπολογίσουμε τις απώλειες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες πάντως υπολείπονταν των δύο άλλων πολεμικών συγκρούσεων της δεκαετίας, στους Βαλκανικούς Πολέμους ο ελληνικός στρατός είχε απώλειες 8.200 ανδρών, ενώ στη Μικρασιατική Εκστρατεία 37.270 ανδρών, Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, τόμος Α΄, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2000, σ. 51.
[3] Σκριπ, 6 και 9 Σεπτεμβρίου 1922.
[4] Εμπρός, 5 Δεκεμβρίου 1922.
[5] Εμπρός, 21 Σεπτεμβρίου 1922, 1 Οκτωβρίου 1922 και 5 Δεκεμβρίου 1922.
[6] Τασία Χρυσάφη – Ακερμανίδου, συνέντευξη στον γράφοντα 3-10-2006.
[7] Λίλα Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940, Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1989, σ. 48.
[8] Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου, «Πόλεις και ύπαιθρος. Μετασχηματισμοί και αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο του εθνικού χώρου», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.) Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τ. Β1: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002, σ. 64.
[9] Η Επαναστατική Επιτροπή αποτελούσε την αρχηγική ομάδα του στρατιωτικού κινήματος που ανέλαβε την εξουσία αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, γνωστό ως «Επανάσταση του 1922». Επικεφαλής του κινήματος ήταν ο συνταγματάρχης Ν. Πλαστήρας, ο συνταγματάρχης Σ. Γονατάς και ο ναύαρχος Αλ. Χατζηκυριάκος.
[10] Απόφασης της 15ης Σεπτεμβρίου 1922. Περισσότερα για το μέτρο της επίταξης βλ. Βίκα Δ. Γκιζέλη, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1999, σ. 69-87.
[11] Παναγιώτης Σταμπούλος, αδημοσίευτο χειρόγραφο ημερολόγιο, Ιστορικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού, Δήμος Καισαριανής, σ. 106.
[12] Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής, σ. 209.
[13] Όλγα Βογιατζόγλου, «Η βιομηχανική εγκατάσταση των προσφύγων στη Νέα Ιωνία παράμετρος της αστικής εγκατάστασης» στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1999, σ. 148.
[14] Εμπρός, 21 Ιουλίου 1928.
tvxs