Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Βαρουφάκης: Πρώτα διαπραγμάτευση, μετά εξαγγελίες

TVXS Συνέντευξη



     



Κατρίν Αλαμάνου


«Οι εθνικοί μας λογαριασμοί […] είναι γεμάτοι με εικονικά πρωτογενή πλεονάσματα που σήμερα ΕΛΣΤΑΤ και EUROSTAT συγκαλύπτουν ανερυθρίαστα και θα αποκαλυφθούν αν νικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ», δηλώνει στο tvxs.gr ο οικονομολόγοςΓιάννης Βαρουφάκης. «Πρώτα η διαπραγμάτευση και κατόπιν εξαγγελίες, προϋπολογισμοί και κοστολογήσεις», σημειώνει σχετικά με το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑτο οποίο παρουσίασε στη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας, Όπως αναφέρει, πρέπει «να αναγνωρίσουμε τους πολιτικούς περιορισμούς της γερμανικής κυβέρνησης» και σε περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτή η μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους κατά τις διαπραγματεύσεις, «να προτείνουμε ένα Plan B».


Παράλληλα, επισημαίνει ότι ακόμη και αν το κόστος του κυβερνητικού προγράμματος ΣΥΡΙΖΑ ήταν 17 δισ. ευρώ «το ποσό είναι σχετικά μικρό αν συγκριθεί με τα ποσά που, π.χ., καταβάλουμε από το 2012 στην ΕΚΤ για να της αποπληρώνουμε παλαιότερα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου».

Πώς αξιολογείτε την κριτική που ασκείται στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σύμφωνα με την οποία το κυβερνητικό πρόγραμμα που εξήγγειλε από τη ΔΕΘ θα οδηγήσει σε έκρηξη των δημοσίων δαπανών και οι χρηματοδοτικές πηγές στις οποίες βασίζεται είναι επισφαλείς;

Έκρηξη δημοσίων δαπανών δεν θα δημιουργήσει. Ότι όμως τα προβλεπόμενα έσοδα είναι επισφαλή, αυτό είναι γεγονός σε μια οικονομία που βρίσκεται στην μέγγενη της γενικευμένης και κλιμακούμενης πτώχευσης κράτους-τραπεζών-ιδιωτών-οργανισμών. Αυτός είναι ο λόγος που δεν ήμουν υπέρ της παρουσίασης, από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενός ισοσκελισμένου προγράμματος: στην παρούσα συγκυρία κανένας προϋπολογισμός δεν μπορεί να ισοσκελιστεί χωρίς πρώτα να συνάψουμε, μέσα από αιματηρή διαπραγμάτευση, μια νέα συμφωνία με το τρίγωνο Βερολίνου-Βρυξελλών-Φραγκφούρτης όσον αφορά το χρέος, τις τράπεζες και τις επενδύσεις. Για αυτό επαναλαμβάνω μονότονα: πρώτα η διαπραγμάτευση και κατόπιν εξαγγελίες, προϋπολογισμοί και κοστολογήσεις.

Σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, κατά τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους, ποιο «plan b» θα έπρεπε να προτείνει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ;

Δεν με ενοχλεί το να μας πει ο κ. Σόιμπλε ότι αδυνατεί να πάει στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιό του στο Βερολίνο και να προτείνει στους βουλευτές της συμπολίτευσης του δραστικό κούρεμα της ονομαστικής αξίας του ελληνικού χρέους. Πρέπει, πράγματι, να αναγνωρίσουμε τους πολιτικούς περιορισμούς της γερμανικής κυβέρνησης και να του προτείνουμε ένα Plan B που (α) θα πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα και το οποίο (β) θα μπορεί ο κ. Σόιμπλε, με δυσκολία βέβαια, να περάσει. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να εκδόσουμε νέα ομόλογα ίσης ονομαστικής αξίας με την ονομαστική αξία του χρέους μας προς την ΕΕ και την ΕΚΤ (το ΔΝΤ είναι λίγο διαφορετική υπόθεση) και να τα ανταλλάξουμε με το σημερινό χρέος.

Στα συμβόλαια αυτών των νέων ομολόγων μπορούν κάλλιστα να προβλέπονται τα ίδια επιτόκια και το ίδιο, με σήμερα, χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών. Με μία διαφορά: σε έτη που η ανάπτυξη της χώρας είναι μικρότερη του 4%, οι αποπληρωμές μας μειώνονται κατά 50% - αν κυμαίνεται μεταξύ 1,5% και 4%, μειώνονται κατά 70% - κι αν είναι χαμηλότερη του 1,5% αναβάλονται. Επιπλέον, τα ομόλογα αυτά λήγουν το, π.χ., 2035 ανεξάρτητα του ποσού που έχει αποπληρωθεί. Έτσι, αυτό που ουσιαστικά λέμε στους εταίρους μας είναι: Κανένα κούρεμα αν αναπτυσσόμαστε με τον ελάχιστο ρυθμό που απαιτείται για να ορθοποδήσει η χώρα. Όσο όμως μικρότερη είναι η ανάπτυξή μας τόσο μεγαλύτερο το κούρεμα του δημόσιου χρέους μας που, αυτομάτως, θα εφαρμοστεί. Έτσι οι εταίροι μας καθίστανται πραγματικοί εταίροι της ανάπτυξής μας, και όχι «εταίροι» (όπως είναι σήμερα) στην λιτότητα και στην μιζέρια.

Σύμφωνα με την αξιωματική αντιπολίτευση, το κόστος του προγράμματος που εξήγγειλε από τη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας ανέρχεται περίπου στα 13,5 δισ. ευρώ. Από την άλλη, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το κόστος ξεπερνά τα 17 δισ. ευρώ. Ποιο από τα δύο ισχύει;

Σε τέτοιες περιπτώσεις διαφωνίας, μια απλή (και επιτυχημένη) μέθοδος υπολογισμού του προβλεπτικού σφάλματος είναι να πάρουμε τον μέσο όρο της «τιμής» που δίνει εκείνος που έχει συμφέρον να την υποτιμήσει και εκείνου που θέλει, για τους δικούς του λόγους, να την υπερτιμήσει. Όμως, σε τελική ανάλυση δεν έχει τόση σημασία αν πρόκειται για 13,5 δισ. ή 17 δισ. ή για τον μέσο όρο τους.

Ακόμα και 17 δισ. να είναι το κόστος των παρεμβάσεων που προτείνει η Αξιωματική Αντιπολίτευση το ποσό είναι σχετικά μικρό αν συγκριθεί με τα ποσά που, π.χ., καταβάλουμε από το 2012 στην ΕΚΤ για να της αποπληρώνουμε παλαιότερα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου τα οποία η ΕΚΤ είχε ανοήτως αγοράσει και τα οποία, αν δεν τα είχε αγοράσει, το 2012 θα είχαν κουρευτεί κατά 90% (ως προς την μακροπρόθεσμη αξία τους, λόγω PSI και, αργότερα, λόγω «επαναγοράς χρέους»). Αν αυτό το ποσό των 13,5 ή 17 δισ. πράγματι εξασφαλίσει την διατροφική επάρκεια των πεινασμένων, την ηλεκτροδότηση των «σκοτεινών» σπιτιών, την διαγραφή χρεών που είναι αδύνατον να επιστραφούν από πτωχευμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, κλπ, η διαφωνία για τα 3,5 δισ. είναι αστεία υπόθεση.

Πέραν αυτών των ανούσιων διαξιφισμών, αυτό που προσωπικά με απασχολεί είναι το γεγονός ότι οι εθνικοί μας λογαριασμοί, πάνω στους οποίους γίνονται αυτές οι ασκήσεις επί χάρτου, είναι γεμάτοι με εικονικά πρωτογενή πλεονάσματα που θα αποκαλυφθούν την επομένη μιας εκλογικής αναμέτρησης εφόσον αναδειχθεί νικητής ο ΣΥΡΙΖΑ. Και τότε, πολύ φοβάμαι, ότι αυτές οι μικρο-διαφωνίες θα ξεχαστούν μπροστά στο μέγεθος των μαύρων τρυπών που, σήμερα, ΕΛΣΤΑΤ και EUROSTAT συγκαλύπτουν ανερυθρίαστα.

Γίνεται να αξιοποιηθεί το ποσό των 11 δισ. ευρώ από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τη δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας, εάν το μνημόνιο αντικατασταθεί από το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ; Αυτό δεν θα ήταν μια μονομερής ενέργεια;

Δεν διαφωνώ με τις μονομερείς ενέργειες, ως αρχή, εφόσον πετύχουν το σωστό αποτέλεσμα για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη. Διαφωνώ όμως με την δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας μέσα από τα δάνεια του Μνημονίου 2 (από τα οποία έχει «περισσέψει» το ποσό των 11 δις στο ΤΧΣ). Η χρηματοδότηση της ανάπτυξης δεν μπορεί να γίνει με δανεικά που λαμβάνει ο ήδη πτωχευμένος έλλην φορολογούμενος, και ο οποίος θα αναλάβει (χωρίς να μπορεί) το ρίσκο των επενδύσεων αυτών. Προτιμώ η έμφαση να δοθεί στηνδιαπραγμάτευση με Βρυξέλλες και Φραγκφούρτη ώστε:(α) ένα μεγάλο ποσοστό των χρημάτων του ΕΣΠΑ να διατίθεται μέσα από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για επενδύσεις απ’ ευθείας στην ελληνική οικονομία (χωρίς την συμμετοχή του Υπουργείου Ανάπτυξης και των «κυκλωμάτων» που το νέμονται), (β)η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να μπορεί να εκπονεί μεγάλα έργα χωρίς συγχρηματοδότηση από το ελληνικό δημόσιο αλλά με την αρωγή της ΕΚΤ (π.χ. με αγορές από την ΕΚΤ των ομολόγων της Ευρωπαϊκή Τράπεζας Επενδύσεων στην δευτερογενή αγορά), και (γ) την ίδρυση μικρών αναπτυξιακών, ίσως συνεταιριστικών, τραπεζών που να χρησιμοποιούν ως «μαγιά» για τις επενδύσεις τους τα έσοδα από την διαχείριση της δημόσιας περιουσίας.

Χωρίς το «πράσινο» φως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι εφικτό να κουρευτούν «κόκκινα» δάνεια;

Δεν είναι θέμα συγκατάθεσης της ΕΚΤ. Είναι θέμα επίλυσης ενός «συστήματος τριών εξισώσεων» σε τρεις «αγνώστους»: χρέος, τραπεζικές ζημίες και επενδύσεις. Η ιδέα ότι μπορούμε να βρούμε την σωστή «λύση» μίας από αυτές τις τρεις «εξισώσεις», ανεξάρτητα από τις άλλες, και εκτός του πλαισίου μιας συνολικής διαπραγμάτευσης με την Ευρώπη, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Για την ακρίβεια, την θεωρώ επικίνδυνη συνέχεια των πολιτικών της περασμένης περιόδου.

Πώς σχολιάζετε τη σιωπή της κυβέρνησης σχετικά με τη δήλωση της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, για τις απειλές που δέχτηκε μετά από αναφορές της στη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα;

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερος σχολιασμός. Πρόκειται για σιωπή μεγατόνων, για ένα μαύρο πέπλο που προσπαθεί να συγκαλύψει την οικοδόμηση στην χώρα μας μιας Νέας (αδίστακτης) Κλεπτοκρατίας.

Η κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Πρόκειται για έλλειψη πολιτικής βούλησης;

Σε μεγάλο βαθμό ναι. Πρόκειται για έναν συνδυασμό πολιτικής ασυλίας της ολιγαρχίας (κάτι που δεν διαφέρει ιδιαίτερα με αυτό που παρατηρούμε στις ΗΠΑ, στην Βρετανία, σχεδόν παντού) και κοινωνικών συμβάσεων μιας κοινωνίας που ούτε μπόρεσε να αναπτύξει πραγματική αστική συνείδηση στα μεσαία της στρώματα ούτε και να διατηρήσει την ηθική των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων που κάποτε χαρακτήριζε την πλειοψηφία των ελλήνων. Αυτά όμως παθαίνει ένας λαός που περνά από την γεωργική ημι-φεουδαρχική οικονομία απ’ ευθείας σε δανειοδοτούμενο καταναλωτισμό, υπό την «αιγίδα» κεφαλαικών ροών από την Εσπερία (στα χρόνια των «παχειών αγελάδων») χωρίς ποτέ να περάσει πραγματικά από μια καπιταλιστική φάση. Αλλά αυτή είναι μια άλλη, πονεμένη, ιστορία που η Αριστερά γνωρίζει πολύ καλά.