Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Ελλάδας μίας άλλης εποχής

Αναδρομή

Έχοντας μεγάλη εμπειρία στη συγγραφή, καθώς συμμετείχε στη λειτουργία του παράνομου τυπογραφείου του ΕΑΜ και αρθρογραφούσε στον παράνομο Ριζοσπάστη, αλλά με πλούσια συγγραφική συμβολή και στα έντυπα του Δημοκρατικού Στρατού στον οποίο είχε ενταχθεί, το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς Δημήτρης Χατζής «στέλνει» μία ανταπόκριση από τα Χριστούγεννα μίας άλλης εποχής. Τα ελληνικά έθιμα των Χριστουγέννων από την πένα του Δημήτρη Χατζή, όπως δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Λαϊκός Αγώνας το Σάββατο 21 Δεκέμβρη του 1963.
Χριστούγεννα -Ελληνικά έθιμα

Στη χώρα πού ζούμε η προετοιμασία για το γιορτασμό των Χριστουγέννων συνδέεται αναπόσπαστα με το στολισμό τού Χριστουγεννιάτικου δέντρου, το φωτισμό του και τα δώρα πού θα μπουν από κάτω. Στα σπίτια όλα, αλλά και στα Ιδρύματα, στις επιχειρήσεις, στα σχολειά, το δέντρο είναι απαραίτητο. Είναι ένα πολύ παλιό έθιμο, πού ή πραγματική του προέλευση είναι ακόμα αντικείμενο συζητήσεων των ειδικών. Οι περισσότεροι πιστεύουν πώς είναι ένα έθιμο γερμανικό, πού ξαπλώθηκε υστέρα και στους άλλους λαούς της Ευρώπης. Και πραγματικά μέχρι τώρα σε όλη τη Γερμανία, το Χριστουγεννιάτικο δέντρο παραμένει ένα έθιμο με ακλόνητη ισχύ: Σε πολλές οικογένειες τα στολίσματα τού δέντρου διατηρούνται από πάπο σε εγγονό. Τα φυλάνε με εξαιρετική επιμέλεια, τα ανοίγουν αυτές τις μέρες για να στολίσουν το δέντρο και τα ξαναμαζεύουν ύστερα για τον άλλο χρόνο. Ακόμα και στους δρόμους των πόλεων, σε κάθε σταυροδρόμι, στις πλατείες, τούς σιδηροδρομικούς σταθμούς, έχουνε αυτές τις μέρες τοποθετηθεί τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα με τα πολύχρωμα φώτα τους.

Αλλά και στην Ελλάδα στα τελευταία τριάντα-σαράντα χρόνια το έθιμο άρχισε από μια περιορισμένη τάξη πού μιμούντανε τους ευρωπαίους να διαδίδεται όλο και πλατύτερα. Στις πόλεις, τουλά¬χιστον, έχει πια πλατιά διαδοθεί και γίνεται και στην Ελλάδα το κέντρο του χριστουγεννιάτικου οικογενειακού γιορτασμού. Παλιότερα μονάχα τα σχολεία, μερικοί σύλλογοι και άλλα ιδρύματα έφτιαχναν χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Οι ελληνικές συνήθειες για τη γιορτή των Χριστουγέννων διατηρούνται ακόμα πολύ ζωντανές στα χωριά: μια από αυτές ήταν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Τα παιδιά, σχηματίζοντας μικρές ομάδες γυρνούσαν τα σπίτια του χωριού, αλλά και των επαρχιακών πόλεων και τραγουδούσαν θρησκευτικά τραγούδια για τη γέννηση του Χριστού, μαζί με ευχές για τούς νοικοκυραίους του σπιτιού, από τούς οποίους έπαιρναν δώρα ή χρήματα ή γλυκά ή άλλα φαγώσιμα.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει ή πλάσις όλη.

Ήταν ενα από τα διαδεδομένος πανελλήνια τραγούδια.

Εννοείται ότι επειδή ή γλώσσα ήταν πολύ ...διαγραμμάτου, τα παιδιά έκαναν μεγάλα λάθη και παραμόρφωναν τα λόγια του. Υπήρχαν όμως και κάλλαντα κατά τόπους με πολύ απλούστερα λόγια, πού τα παιδιά τα ήξεραν νεράκι και τα τραγουδούσαν πολύ ωραία από πόρτα σε πόρτα.

Προκειμένου για τα μουσικά όργανα πού χρησιμοποιούσαν, όσοι από τούς συναγωνιστές μας -τους γεροντότερους φυσικά- κατάγονται από ορεινά χωριά, θα θυμούνται βέβαια ότι το μοναδικό μουσικό όργανο των τραγουδιστάδων αυτών ήταν δυο ή τρία κουδούνια, απ' αυτά πού κρέμονται στο λαιμό των ζώων. Τα κουδούνια τα κρεμούσαν σε μια σανίδα που στέκονταν πάνω σε ένα μπαστούνι. Κου¬νώντας ρυθμικά το μπαστούνι, μπορούσαν να κρατούν με τα κουδούνια τον ρυθμό του τραγουδιού. Το ίδιο γινότανε και σε όλα τα άλλα κάλλαντα -της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων, του Λαζάρου, των Βαΐων, του Πάσχα,

Στις πόλεις οι μικρές ομάδες των τραγουδιστάδων δεν είχαν κουδούνια. Είχανε το περίφημο τρίγωνο με το οποίο κρατούσαν τον ίσο του τραγουδιού. Σε μερικές πόλεις -και κυριότατα στην Αθήνα οι τραγουδιστάδες φτιάχνανε από καρτόνι, μια μικρή η μεγαλύτερη φάτνη πού δυο της παρέας την κουβαλούσαν στην πλάτη τους. Μέσα η φάτνη φωτιζότανε από μικρά φώτα, πού φαινότανε πολύχρωμα μέσα από τα χρωματιστά χαρτιά τους.

Όπως όλες οι θρησκευτικές δοξασίες, οι συνήθειες, τα έθιμα των λαών, συνδέονται με την πρα-κτική, την κοινωνική τους ζωή, τον τρόπο της ζωής τους, έτσι και του ελληνικού λαού τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα συνδέονται με τον τρόπο της κοινωνικής του ζωής.

Για τούς θαλασσινούς έλληνες, ήταν συνήθεια να προσπαθήσουν με κάθε τρόπο, έτσι να κανονίσουν τα ταξίδια τους, πού στις παραμονές των Χριστουγέννων να βρίσκονται στα σπίτια τους. Εκεί θα μέ¬νανε ως τα Φώτα, να “αγιαστούν τα νερά” και μόνο τότε, όσοι ήταν πάλι για ταξίδι, να ξεκινούσαν, με τις σκούνες τους, τα μπρίκια τους και τα άλλα ιστιοφόρα τους.

Στην αγροτική Ελλάδα μια από τις ωραιότερες και τις πιο συμπαθητικές εκδηλώσεις των ημερών αυτών, ήταν στα χωριά η Χριστοκουλούρα για τα ζώα της οικογένειας: Μαζεμένη ή οικογένεια το βράδι της παραμονής των Χριστουγέννων στο σπίτι, δεν ξεχνούσε τα ζώα της. Η νοικοκυρά δεν είχε ξεχάσει να φκιάσει και για τα ζώα μια μεγάλη κουλούρα, πού κατέβαινε και την κρεμούσε στα κέρατα τού βωδιού. Σε άλλα χωριά, στη Μακεδονία και τη Θράκη, μαζί της κατέβαινε και ο νοικοκύρης του σπιτιού και θυμιάτιζε τα ζώα, να είναι ευλογημένα.

Κατά τα άλλα ή οικογένεια έμενε στο σπίτι. Τα καρύδια, το μέλι, τα σύκα, μαζί με τα χριστο-κουλούρα ήταν οι ξεχωριστές λιχουδιές της παραμονής το βράδι. Στις πόλεις το γλύκισμα των Χριστουγέννων ήταν οι κουραμπιέδες, τα φοινίκια, τα μελομακάρονα. Για τα φαγητά των Χριστουγέννων; Ή γαλοπούλα -και αυτή συνήθεια ξένη- ψητή, παραγεμιστή, έμεινε για πολλά χρόνια περιορισμένη σ' ένα πολύ στενό κύκλο πλουσίων. Τώρα είναι πιο πλατιά διαδεδομένη και στα αστικά στρώματα. Ελληνικό χριστουγεννιάτικο φαγητό ήταν απαραίτητο το χοιρινό κρέας. Εκτός από τούς αγρότες πού σφάζανε το δικό τους γουρούνι, όλος ό πληθυσμός των πόλεων έτρωγε ντολμάδες -αλλού γιαπράκια- από χοιρινό κυμά και άλλα φαγητά από χοιρινό κρέας.

Μιλάμε φυσικά για κείνους πού μπορούσαν να έχουν αυτά -έστω και αυτά. Γιατί στη δική μας τη λογοτεχνία υπάρχει μια ολόκληρη “χριστουγεννιάτικη πεζογραφία”, πού κύριο θέμα της είναι ή δυστυ¬χία, η πικρή, ξεχωριστή συναίσθηση της δυστυχίας στις μέρες των γιορτών. Ό Αλέξανδρος Παπαδια¬μάντης, o μεγάλος και βαθύς κλασσικός της πεζογραφίας μας έδωσε κυριολεκτικά αθάνατες εικόνες των παιδιών πού περιμένουν τα Χριστούγεννα με γυμνά τα ποδαράκια τους, με πληγωμένη την μικρή τους καρδιά, των φτωχών γυναικών, πού μάταια περιμένουν ως αργά το βράδυ της παραμονής το “νοικοκύρη” τού σπιτιού να γυρίσει με τα “ψώνια”, των φτωχών και των καταφρονεμένων, που η μεγάλη θρησκευτική και κοινωνική γιορτή, ανοίγει και ματώνει την πληγή του απόκληρου. Μαζί με τον Παπαδιαμάντη, και ύστερα από τον Παπαδιαμάντη, πάρα πολλοί από τούς παλιότερους συγγρα¬φείς δώσανε -ως τα τελευταία χρόνια- τέτοιες εικόνες και δημιούργησαν όπως είπαμε μια ολόκληρη φιλολογία χριστουγεννιάτικου διηγήματος. Τώρα πια δεν καλλιεργείται το είδος αυτό.

Οι συνήθειες μένουν. Τα Χριστούγεννα, εκτός από το θρησκευτικό τους περιεχόμενο, αποτελούν και στην Ελλάδα μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές γιορτές του χρόνου: Η οικογένεια μαζεύεται σπίτι, η γιορτή γίνεται γιορτή της αγάπης. Και το άστρο της Βηθλεέμ αποκτά ένα, πέρα από το θρησκευτικό του περιεχόμενο, πλατύτατο συμβολισμό. Είναι το άστρο πού συμβολίζει την αγάπη, την υπόσχεση της κατίσχυσης τού καλού πάνω σε όλον τον κόσμο. Τον πόθο και το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να ζήσουν με αγάπη και ειρήνη.

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Λαϊκός Αγώνας (Όργανο του Συλλόγου των Πολιτικών Προσφύγων της Ελλάδας στην Ουγγαρία) XIV/102, Σάββατο 21 Δεκέμβρη 1963 και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Νίκου Γουλανδρή Βιβλιογραφικό Μελέτημα (1930-1989) Δημήτρη Χατζή, Εκδόσεις “γνώση” 1991, σελ.549

*Η φωτογραφία είναι του φωτογράφου Κώστα Μπαλάφα και ανήκει στα Φωτογραφικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Είναι ένα χριστουγεννιάτικο στιγμιότυπο από την Αθήνα της δεκαετίας του '60.

tvxs