Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Συμφωνία ή στάση πληρωμών στο ΔΝΤ έως τις 5 Ιουνίου TVXS Ανάλυση



Με το δίλημμα «συμφωνία ή στάση πληρωμών» έως τις 5 Ιουνίου, ελληνική κυβέρνηση και πιστωτές καλούνται να πάρουν ιστορικές αποφάσεις μέσα στο επόμενο δεκαήμερο.
Το έγγραφο του ΔΝΤ (ή, σύμφωνα με το ίδιο το Ταμείο, της «ιταλικής έδρας του ΔΝΤ») που αποκάλυψε χθες ο δημοσιογράφος του Channel 4 Πολ Μέησον, ήρθε ουσιαστικά να επιβεβαιώσει τα, γνωστά και σχεδόν τελεσιγραφικά πια, δεδομένα: Τα αποθέματα ρευστού τελειώνουν κι, εάν δεν υπάρξει συμφωνία μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες η Ελλάδα δεν θα μπορεί να εξυπηρετεί ταυτόχρονα τις εξωτερικές και εσωτερικές της υποχρεώσεις. Οπερ, και με δεδηλωμένη την ρητή θέση του πρωθυπουργού ότι οι μισθοί και οι συντάξεις αποτελούν απόλυτη προτεραιότητα, δεν θα αποπληρώσει πιθανότατα την επόμενη δόση, του 1,5 δις ευρώ, προς το ΔΝΤ, η καταβολή της οποίας ξεκινά στις 5 Ιουνίου.

Παράλληλη επιβεβαίωση για το «στέγνωμα» της ρευστότητας δίνει και το σημερινό δημοσίευμα της «Καθημερινής», σύμφωνα με το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας είχε ενημερώσει, εγγράφως, την Κριστίν Λαγκάρντ πως και η καταβολή της δόσης της 12ης Μαίου εξαρτάτο από την άρση των χρηματοδοτικών περιορισμών από την ΕΚΤ. Τελικά, σ΄αυτή την περίπτωση βρέθηκε η φόρμουλα της χρήσης του ειδικού λογαριασμού SDR (ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων) της Τράπεζας της Ελλάδος – ωστόσο, «ακόμη και τα… θαύματα κάποια στιγμή εξαντλούνται», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά κυβερνητικός παράγοντας.

Με την εικόνα αυτή απόλυτα καθαρή και γνωστή πλέον σε όλες τις πλευρές – κυβέρνηση, κόμμα και πιστωτές – για το πρωθυπουργικό επιτελείο η επίτευξη συμφωνίας και άρση της χρηματοδοτικής ασφυξίας έως το τέλος Μαίου είναι μονόδρομος. Ένας μονόδρομος, όμως, που περνά πλέον κυρίως από την πολιτική βούληση των πιστωτών, καθώς παρά τις επώδυνες επιμέρους υποχωρήσεις δεν συζητείται επ’ ουδενί υπέρβαση στις «βαριές» κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης – δηλαδή, σε εργασιακά και ασφαλιστικό. «Δεν είναι θέμα ούτε εσωκομματικών αντιδράσεων, ούτε ιδεοληψιών. Πολύ απλά, δεν αντέχει η κοινωνία τέτοιου τύπου μέτρα», σημείωνε το ίδιο στέλεχος.

Το στίγμα, άλλωστε, το έδωσε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στον Economist, δείχνοντας δρόμο «ρεαλισμού» μεν στο εσωτερικό αλλά και «πολιτικής ηθικής» από την πλευρά των πιστωτών. Στο πλαίσιο αυτό, οι συσκέψεις είναι αλλεπάλληλες από χθες στο Μέγαρο Μαξίμου, με στόχο να πάει στην σύνοδο κορυφής της επόμενης Παρασκευής στη Ρίγα κομίζοντας το τελικό «πακέτο» που μπορεί να δώσει η ελληνική πλευρά.

Εν ολίγοις, και με δεδομένο ότι οι όποιες ελληνικές υποχωρήσεις κινούνται στο μέτωπο του φορολογικού και πως οι ευρωπαίοι εταίροι δείχνουν να έχουν αποδεχθεί πλέον τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, όλα θα κριθούν στο εάν η σκληρή φράξια των πιστωτών – του ΔΝΤ συμπεριλαμβανομένου – θα αποδεχθεί να μείνουν εκτός συμφωνίας ασφαλιστικό και εργασιακά.

Από την χθεσινή διαρροή του εγγράφου του ΔΝΤ προκύπτει ότι, τουλάχιστον από πλευράς Ουάσιγκτον, κάτι τέτοιο θα είναι πολύ δύσκολο. Στο ρεπορτάζ του Πολ Μέησον όμως, που επικαλείται «απολύτως αξιόπιστες πηγές», επανέρχεται και το γνωστό σενάριο για πιθανή αποχώρηση του Ταμείου από το πρόγραμμα με μεταβίβαση του δανείου του στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης (ESM). Είναι ένα σενάριο επίσης σύνθετο, η όποια λύση όμως πλέον στο ελληνικό ζήτημα προϋποθέτει πια και λύση της ανοιχτής διάστασης Ευρώπης και ΔΝΤ για την σχέση πλεονασμάτων και βιωσιμότητας του χρέους.

Το Ταμείο για μια ακόμη φορά κάνει ξεκάθαρο ότι δεν θεωρεί το χρέος βιώσιμο παρ΄ότι, όπως αναφέρεται στο έγγραφο, «δεν πιέζει για κούρεμα». Οσο, δε, μειώνονται οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα τόσο πιο αδύναμη θα γίνεται αυτή η, λογιστική πάντα, εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους. Κι εδώ βρίσκεται και το μεγάλο λάθος της συμφωνίας του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012, που ούτε λίγο, ούτε πολύ προέβλεπε θηριώδη πλεονάσματα της τάξης του 4% και του 4,5% ετησίως έως το 2022 προκειμένου να κριθεί το χρέος «βιώσιμο».

Το ΔΝΤ τώρα παραδέχεται κατά το… ήμισυ το λάθος και ζητά πολύ απλά να το πληρώσουν οι άλλοι –δηλαδή, οι Ευρωπαίοι που επιμένουν στο «μη κούρεμα» και στα υψηλά πλεονάσματα. Κοινώς, η λύση βρίσκεται πια αποκλειστικά στα χέρια των Βρυξελλών και του Βερολίνου, έστω κι εάν άνευ «κουρέματος» θα είναι και πάλι μια… μισή λύση.