Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Το μακρύ χέρι της πολιτικής στην ιστορική έρευνα



Συντάκτης:
Μαρία Ρεπούση*


Τελευταία, πολλές ομάδες ανθρώπων, εθνοτικές, θρησκευτικές, φυλετικές επενδύουν στα συλλογικά τους τραύματα, στα μαζικά εγκλήματα που έχουν υποστεί διεκδικώντας τον ορισμό που δημιουργήθηκε το 1944¹ για να αποδώσει το ναζιστικό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, την εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων, Εβραίων αλλά και Τσιγγάνων και ομοφυλόφιλων, στη βάση μιας ολοκληρωτικής ιδεολογίας για τις κατώτερες φυλές.

Γενοκτονία. Αυτό τον όρο διεκδικούν.

Που έχει το μεγαλύτερο ηθικό και πολιτικό κεφάλαιο.

Που θέτει τον θύτη τους στο ανώτερο επίπεδο εγκληματικής συμπεριφοράς και τον Εαυτό στον πρώτο κύκλο των θυμάτων.

Που μεγαλώνει το τραύμα, το καθιστά ανεξίτηλο και διαρκές.

Που ζητά δικαίωση όχι μόνον από τη διεθνή κοινότητα αλλά και από τον θύτη.

Μακρύς είναι ο κατάλογος των αιτημάτων. Ο 20ός αιώνας υπήρξε εξαιρετικά άγριος, γεμάτος μαζικά εγκλήματα.

Υπολογίζεται ότι 170 εκατομμύρια άνθρωποι είναι τα θύματα εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονιών.

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, αρμόδιο για να διακρίνει τα εγκλήματα μεταξύ τους, έχει, από τον Ιούλιο του 2002 που τέθηκε σε ισχύ, απίστευτη δουλειά. Ολες οι ήπειροι.

Στην Ευρώπη, η κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος έφερε στην επιφάνεια και νέου τύπου «γενοκτονίες», όπως για παράδειγμα των χωρικών της Ουκρανίας.

Ο Γιουσένκο, πρόεδρος της Ουκρανίας έως το 2010, έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να αναγνωρισθεί από τη διεθνή κοινότητα ότι ο λιμός των ετών 1932-1933 ήταν γενοκτονία των Ουκρανών από το σοβιετικό καθεστώς.

Αντίθετα, ο επόμενος πρόεδρος της Ουκρανίας, που είχε εκλεγεί με την υποστήριξη των Ρώσων της Ουκρανίας, αδράνησε.

Ο ΟΗΕ και τα διεθνή όργανα είναι ωστόσο επιφυλακτικά στην υιοθέτηση των επιχειρημάτων που προβάλλονται από τους ενδιαφερόμενους.

Ειδικές επιτροπές εμπειρογνωμόνων με γνώση του αντικειμένου, επιστήμονες δηλαδή, ερευνούν εξονυχιστικά τα αιτήματα σε σχέση με τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα και τα αντεπιχειρήματα της άλλης πλευράς.

Παρέχουν συνεπώς κάποια εγγύηση αντικειμενικότητας στην κρίση τους. Η επιθυμία της αναγνώρισης της γενοκτονίας, κυρίως αυτή που αναμοχλεύει το μακρινό παρελθόν, δεν έχει τέλος.

Θα μπορούσε κάθε λαός που έχει υποστεί μαζικά εγκλήματα να αιτηθεί το χρίσμα της γενοκτονίας προκειμένου να ανεβάσει το επίπεδο θυματοποίησής του, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.

Η υπόθεση ανοίγει επιπρόσθετα τον ασκό του Αιόλου. Φανταστείτε έναν κόσμο στον οποίο όλοι έχουν υποστεί γενοκτονίες και μάλιστα από τον γείτονά τους, τον εθνικό, τον φυλετικό, τον θρησκευτικό ή τον ταξικό.

Γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των μαζικών εγκλημάτων. Η εγγύτητα του Αλλου.

Οι ιστορικοί, από την άλλη, πολλοί ιστορικοί, είναι εξαιρετικά καχύποπτοι με τη χρήση του όρου. Γνωρίζουν ότι είναι προβληματικός για πολλούς λόγους.

Είναι καταρχήν μια εύκολη γενίκευση που δεν προσιδιάζει στη φυσιογνωμία της ιστορικής έρευνας. Τα ιστορικά γεγονότα είναι μοναδικά, ειδοποιά και δεν χωράνε στις γενικεύσεις.

Γι’ αυτό και αν και ο όρος γνωρίζει μεγάλη άνθηση και ελαστικότητα στην καθημερινή επικοινωνία των ανθρώπων –γενοκτονία το ένα, γενοκτονία το άλλο– αποφεύγουν τη χρήση του για να χαρακτηρίσουν ένα γεγονός.

Γνωρίζουν επίσης ότι ο όρος είναι ευάλωτος σε πολιτικές στερεοτυπικές χρήσεις. Οτι, αντί της σύνδεσής του με την υπόθεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξαρτάται συχνά από εθνικιστικές επιδιώξεις.

Επιπλέον, υποστηρίζουν κάποιοι, η γενικευμένη χρήση της έννοιας της γενοκτονίας σχετικοποιεί το μοναδικό σε ιδεολογία, σύλληψη και εκτέλεση έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, το Ολοκαύτωμα των Εβραίων.

Αντίθετα, θέλουν να το μελετήσουν. Να ερευνήσουν εξονυχιστικά τις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται και να προβληματίσουν τις επιλογές που γίνονται: την ανάδειξη κάποιων «γενοκτονιών», την αποσιώπηση άλλων, τις χρονικότητές τους, τις επισπεύδουσες δυνάμεις τους, τις αντιδράσεις και την προέλευσή τους.

Γι’ αυτό και τα λεγόμενα Genocides Studies κάνουν τελευταία θαρραλέες ακαδημαϊκές εμφανίσεις. Οσο πιο πολύ ερευνάται το θέμα, τόσο περισσότερο γνωρίζουμε πόσο καυτό είναι, αλλά και σύνθετο. Πόσο ιστορικό είναι.

Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχουν οι επιστήμες, κοινωνικές, του ανθρώπου, φυσικές και άλλες πιο σύγχρονες. Για να ερευνούν, να απαντούν σε ερωτήματα, να επιλύουν προβλήματα και να βοηθούν την ανθρωπότητα να πηγαίνει μπροστά.

Τα εθνικά κοινοβούλια δεν διαθέτουν όμως αυτή τη ματιά. Ούτε του ΟΗΕ ούτε της επιστήμης. Και δεν θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαθέτουν αυτήν την ψυχραιμία.

Οχι μόνον διότι οι βουλευτές τους είναι ευάλωτοι στις πιέσεις των ισχυρών λόμπι της μνήμης στην εκλογική τους περιφέρεια, αλλά και διότι κάποιοι είναι οι ίδιοι φορείς του τραύματος. Και μιας συλλογικής μνήμης που είναι φορτωμένη συναισθηματικά και συχνά ακραία μεροληπτική.

Διηγήσεις γιαγιάδων και παππούδων, αλλά και η σχολική ιστορία, καθώς και η δημόσια ιστορία που γίνεται στις μέρες μας επικίνδυνα εθνικιστική έχουν συμβάλει σε μια ιστορική κουλτούρα που παίρνει συνεχώς αποστάσεις από το ιστορικό παρελθόν που αναβλύζει από την έρευνα.

Δεν έχει νόημα λοιπόν να αποφαίνονται για το παρελθόν, να θεσπίζουν νόμους και να χαρακτηρίζουν τα ιστορικά γεγονότα, όπως έκανε και το ελληνικό κοινοβούλιο.

Μερικά κοινοβούλια μάλιστα, όπως το ελληνικό το 2014², επί κυβέρνησης Σαμαρά, όχι μόνον αποφαίνονται για το ιστορικό παρελθόν και ορίζουν τη μία και μοναδική ιστορική αλήθεια, αλλά και ψηφίζουν την ποινικοποίηση της αντίθετης άποψης.

Αυτό υποτίθεται για να προφυλάξουν τις κοινωνίες από την άρνηση του Ολοκαυτώματος και να εμποδίσουν την επανάληψή του.

Στην πραγματικότητα, ολοκληρώνουν τη λογοκρισία τους πάνω στην ιστορική έρευνα³ και βάλλουν κατά της ελευθερίας της έκφρασης που είναι θεμέλιο της δημοκρατίας.

Η υπόθεση της αναγνώρισης των γενοκτονιών εμπλέκει αναγκαστικά τρεις μεγάλες ομάδες: τα θύματα ή τους απογόνους τους, τους πολιτικούς και τους ιστορικούς. Τα θύματα αξίζουν τον απόλυτο σεβασμό μας. Την απόλυτη στήριξή μας για την επούλωση του συλλογικού τραύματος και την αποφυγή της επανάληψής του στην ίδια ή άλλη ομάδα.

Οι πολιτικοί οφείλουν να κρατήσουν την υπόθεση αυτή όσο γίνεται πιο κοντά στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να μην τη χρησιμοποιούν κατά το δοκούν, εθνικιστικά και πελατειακά.

Οφείλουν επίσης να παίρνουν υπόψη τους την ιστορία των ιστορικών, ακόμα και αν είναι υπουργοί. Αν την αγνοούν, να γνωρίζουν ότι πρόκειται για παραμόρφωση που καταλήγει σε προπαγάνδα.

Ευτυχώς υπάρχουν και οι ιστορικοί που τους το θυμίζουν.
(1) Ραφαέλ Λέμκιν, Η εξουσία του Αξονα στην Ευρώπη, Γέιλ 1944
(2) Το επίμαχο άρθρο 2 δεν είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, δυστυχώς το είχε ψηφίσει και η ΔΗΜΑΡ. Προσωπικά είχα διαφοροποιηθεί και το είχα καταψηφίσει.
(3) Βλ. την αντίδραση των ιστορικών της χώρας.

* Καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης ΑΠΘ, βουλευτής Α’ Πειραιά 2012-2014
www.efsyn.gr