Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Το tvxs στο Χέρσο: Οι κολασμένοι παλεύουν για να επιβιώσουν

TVXS Οδοιπορικό 



Παύλος Νεράντζης

Άνθρωποι που κοιμούνται καταγής βουτηγμένοι μέσα στα λασπόνερα. Άνδρες και γυναίκες που προσπαθούν να περισώσουν τα λιγοστά υπάρχοντά τους από τη βροχή. Φωτιές που σιγοκαίνε νύχτα και μέρα μέσα σε πρόχειρα στημένα μαγκάλια. Παιδιά που παίζουν ανάμεσα σε σκουπίδια και λάσπες, που γελούν μέσα σ΄ όλη αυτήν την οδύνη, δίνοντας ίσως τη μοναδική νότα χαράς στα βλέμματα απελπισίας των γονιών τους. Φαντάροι κι αξιωματικοί που τρέχουν σ΄ ένα αγώνα δρόμου χωρίς ορατό τον τερματισμό, που δουλεύουν ολημερίς ασταμάτητα. Το βλέπω σε κάθε βήμα, καθώς τα πόδιά μου κολλούν στη λάσπη, το ομολογούν και οι ίδιοι.Είναι μια μάχη επιβίωσης.

Πρόσφυγες αλληλέγγυοι σε πρόσφυγες


Χέρσο, ένα χωριό προσφύγων από τον Πόντο και την ανατολική Θράκη. Σε μικρή απόσταση από τα σύνορα στο νομό Κιλκίς, μόλις εξήντα ένα χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί στις παρυφές του χωριού στις 26 Φεβρουαρίου άρχισε να στήνεται ένας ακόμη καταυλισμός προσωρινής παραμονής, μετεγκατάστασης προσφύγων. Λίγες μέρες αργότερα έφτασαν και τα πρώτα λεωφορεία γεμάτα με ανθρώπινο πόνο. Για να βρουν οι επιβάτες τους ένα αποκούμπι, μια στέγη κι ας είναι από πανί. Αυτοί που σώθηκαν από την κόλαση του πολέμου, από τις ορδές του ISIS και τους βομβαρδισμούς του Άσαντ, από τα φουρτουνιασμένα νερά του Αιγαίου.Αυτοί που έφτασαν στην πολιτισμένη Ευρώπη για να σκοντάψουν στην υποκρισία των ηγετών της και στα σιδερόφρακτα σύνορα της Fyrom. Λίγες μέρες αργότερα έφτασαν κι άλλοι κι άλλοι μέχρι που ο αριθμός τους άγγιξε τους τρεις χιλιάδες οκτακόσιους.

Εκεί στο Χέρσο, στον καταυλισμό προσφύγων βρέθηκα, έχοντας γεμίσει κάθε γωνιά του αυτοκινήτου μου με πραμάτεια που είχε ζητήσει ο στρατιωτικός διοικητής του καταυλισμού. Παιδικές τροφές, γάλα σε σκόνη, μπιμπερό, παιχνίδια, είδη υγιεινής για τις γυναίκες, φάρμακα, αλλά και αδιάβροχα ρούχα, τα περισσότερα προσφορά από την πρώτη κοινότητα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Μαζί μου άλλα δύο αυτοκίνητα, το ένα από την Κορυφή, ένα μικρό ημιορεινό χωριό που βρίσκεται ανατολικά της λίμνης Δοϊράνης, χαμένο κάπου στον χάρτη της Μακεδονίας.

Οι κάτοικοί του, παιδιά και εγγόνια προσφύγων από τον Πόντο, με τον πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου, τον Βασίλη Μουρουζίδη, συγκέντρωσαν χίλια ευρώ. Με τα μισά αγόρασαν φαρμακευτικό υλικό που το παρέδωσαν στο Κέντρο Υγείας του Δροσάτου Κιλκίς, με τα άλλα μισά πήραν παιδικές τροφές και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τους πρόσφυγες. Γιατί, όπως μου λέει, «με αυτά τα μνημόνια το σύστημα υγείας έχει ακόμη πιο πολλά προβλήματα και τις συνέπειες τις ζουν οι ασθενέστεροι, γιατί και αυτοί άνθρωποι, οι πρόσφυγες είναι σαν και μας».



Μακριά από τον κόσμο

Στην είσοδο του καταυλισμού η πρώτη εντύπωση που αργότερα έγινε βεβαιότητα είναι αρνητική. Έχοντας μια μικρή εμπειρία από καταυλισμούς προσφύγων στα σύνορα Αφγανιστάν Πακιστάν, στο Ιράκ, στα Βαλκάνια, στο Σαλβαντόρ, στην Ιταλία, ο χώρος μού φαίνεται ακατάλληλος για εγκατάσταση προσφύγων. Δεν βλέπω ούτε ένα κτίσμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την προστασία ευπαθών ατόμων αλλά και της ανθρωπιστικής βοήθειας από τις καιρικές συνθήκες, το έδαφος είναι ακατάλληλο, τα δένδρα λιγοστά, είναι μακριά από ένα αστικό κέντρο και συνεπώς οι όποιες ΜΚΟ θα ήθελαν να δραστηριοποιηθούν, πρέπει καθημερινά να διανύουν πολλά χιλιόμετρα για να φτάσουν μέχρι εδώ. Δεν είναι τυχαίο ότι στο Χέρσο δεν έχουν φτάσει πολλοί εθελοντές, όπως στα Διαβατά που είναι δίπλα στη Θεσσαλονίκη. Το Χέρσο δεν έχει συγκεντρώσει ούτε τα φώτα της δημοσιότητας λόγω του κλεισίματος των συνόρων όπως η Ειδομένη. Κι όμως μπροστά μου βλέπω μια μικρή Ειδομένη.

Η εθελοντική ομάδα του χωριού δίνει καθημερινό αγώνα, μεμονωμένοι πολίτες έρχονται, αλλά οι ανάγκες είναι πολλαπλάσιες και η κατάσταση φαντάζει εξίσου κρίσιμη όπως στα σύνορα. Και η παρουσία ανδρών του ΜΑΤ που μπαινοβγαίνουν με ασπίδες και γκλομπς ενισχύουν την εντύπωση ενός καλά φρουρούμενου στρατοπέδου παρά ενός ανοιχτού καταυλισμού. Κι ας είναι ελεύθεροι οι πρόσφυγες να πάνε όπου θέλουν.



Ο στρατός ο μόνος υπεύθυνος

«Είστε ευπρόσδεκτοι εσείς ως εθελοντές, ευπρόσδεκτη και η βοήθειά σας, αλλά δεν μπορείτε να μπείτε στο χώρο ως δημοσιογράφοι» μας λέει ο επικεφαλής στρατιωτικός διοικητής του καταυλισμού για να του απαντήσω ότι «το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ενημέρωση δεν συγκρούεται με τα δικαιώματα των προσφύγων». Ο διάλογος όπως ήταν αναμενόμενο δεν φέρνει αποτέλεσμα, ούτε η απόπειρα να κάνουμε αίτηση στο ΓΕΕΘΑ. Η γραφειοκρατία ακολουθεί την πεπατημένη και θα χρειαστεί τουλάχιστον μία μέρα για να εκδοθεί άδεια εισόδου, οι εντολές είναι …εντολές, οπότε καιαποφασίζω να εισέλθω στο στρατόπεδο χωρίς ιδιότητα. Χωρίς κάμερα, δίχως τη δυνατότητα να κρατώ σημειώσεις, ούτε να κουβεντιάσω με πρόσφυγες. Το γνώριζα, αλλά ήθελα να επιβεβαιώσω τις επιφυλάξεις μου για την αναποτελεσματικότητα του κυβερνητικού μέτρου, το οποίο δεν λύνει το ουσιαστικό πρόβλημα της προστασίας των προσφύγων από τους «παπαράτσι» της δημοσιογραφίας.

Άλλωστε, λόγω της ισχύουσας απαγόρευσης, και του γεγονότος ότι δεν έχει ακόμη οριστεί υπεύθυνος από το υπουργείο Εσωτερικών στο Χέρσο, δεν μπορούν να δράσουν ούτε οι ΜΚΟ, που απλώς παραδίδουν τη βοήθεια σε στρατιωτικούς. Η απουσία τους, όπως και της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην καθημερινή διαχείριση των προβλημάτων στον καταυλισμό κάνει περισσότερο αισθητή την αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις ανάγκες των προσφύγων.



Εικόνες εξαθλίωσης


Αφήνω την ιδιότητά μου μπρος στην είσοδο του καταυλισμού, λες κι αφήνω ένα κομμάτι αλληλεγγύης και συμπαράστασης, αφήνω και τη βοήθεια ανάμεσα στις λάσπες και στα σταθμευμένα αυτοκίνητα και επιχειρώ μια περιήγηση με τη συνοδεία αξιωματικού του στρατού. Παντού ρούχα απλωμένα για να στεγνώσουν όπως-όπως, σκηνές χωρίς δάπεδο με πρόσφυγες να κοιμούνται κατάχαμα, άλλοι που περιμένουν στην ουρά για να πλυθούν σε μια βρύση –προφανώς δεν υπάρχει ζεστό νερό, ούτε ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα και ο ένας (!) ηλιακός θερμοσίφωνας δεν αρκεί-, κάποιοι άλλοι που στριμώχνονται για να ζεσταθούν γύρω από φωτιές, πιο κάτω μια ουρά που περιμένει υπομονετικά το συσσίτιο, ένα πιάτο φαϊ που θα φάει κατάχαμα στη βρεμένη γη και παντού σκουπίδια. Ξεχειλίζουν οι κάδοι απορριμμάτων που έστειλε ο δήμος.

Τρεις χιλιάδες οκτακόσιες ψυχές μαζί με καμιά εκατοστή στρατιωτικούς που καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να στήσουν τον καταυλισμό ζουν, περπατούν δίπλα και πάνω σε σκουπίδια εδώ και εκεί όπου πατάς. Γιατί τόσο σκουπιδαριό; Ο επικεφαλής του στρατοπέδου, που έχει εμπειρία από ανάλογες καταστάσεις στο Αφγανιστάν, μου λέει σε αυστηρό ύφος ότι το στρατιωτικό προσωπικό «κάνει ό,τι μπορεί, αλλά δεν μπορεί να δώσει εντολές στους κατωτέρους του. Θα πρέπει και οι ίδιοι οι πρόσφυγες να φροντίζουν την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων». Πράγματι, δημιουργήθηκαν ομάδες Σύρων και Ιρακινών που συγκεντρώνουν τα απορρίμματα, αλλά κι αυτοί σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Ο όγκος των απορριμμάτων είναι μεγάλος, όπως δεν αρκούν οι τουαλέτες, είκοσι όλες κι όλες για χιλιάδες άτομα, με αποτέλεσμα κάποιες σκηνές να έχουν μετατραπεί σε wc. Και το ερώτημα είναι εύλογο: τι θα γίνει αν μέχρι να εκπαιδευτούν οι πρόσφυγες ώστε να αυτοεξυπηρετούνται, κάποιο παιδί μεταφερθεί σε νοσοκομείο; Ο κίνδυνος μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών είναι υπαρκτός.

Μια μαυροφορεμένη μάνα που με πλησίασε νωρίτερα προσπαθούσε για πέντε λεπτά να μου εξηγήσει ότι τα χέρια της κορούλας της είχαν πρόβλημα πιθανόν από μόλυνση. Χώρια τα κρυολογήματα που πολλαπλασιάζονται. Αραβόφωνοι μεταφραστές δεν υπάρχουν, ελάχιστοι πρόσφυγες γνωρίζουν αγγλικά και η συνεννόηση με τους στρατιωτικούς γίνεται με νοήματα και τυπωμένα χαρτιά με εικόνες που δείχνουν ρούχα, φάρμακα, κλπ. Περιφέρομαι ανάμεσα σε σκηνές και τα πόδιά μου βουλιάζουν στη λάσπη, καθώς μου δημιουργούνται περισσότερα ερωτηματικά που δεν βρίσκουν απάντηση παρά τις προσπάθειες του συνοδού μου.

Παρατηρώ τα παιδιά, τα δεκάδες παιδιά. Άλλα που τρέχουν μέσα στα λασπόνερα, άλλα που παίζουν με μια αυτοσχέδια κούνια φτιαγμένη μ΄ ένα κομμάτι από παλιό λάστιχο αυτοκινήτου κι ένα βρωμόσχοινο, κι άλλα που ΄ρχονται πάνω μου για να με χαιρετήσουν μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα ζεστό “hello sir”. Θυμάμαι τις ίδιες ακριβώς εικόνες, τα ίδια βλέμματα, την ίδια εξαθλίωση στα σύνορα του Αφγανιστάν.Βρίσκομαι, όμως, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Και εδώ η αξιοπρέπεια πεθαίνει κάθε μέρα.

Επιχειρώ να μιλήσω στα κλεφτά με μερικούς πρόσφυγες. Ένας μονάχα γνωρίζει λίγα αγγλικά. Ο Μεχμέτ μου λέει βιαστικά την ιστορία του. Πώς πέρασε από τις γραμμές του ISIS και την οδύσσειά του στην Τουρκία μέχρι να φτάσει στη Λέσβο και από εκεί στον Πειραιά. Αλλιώς φανταζόταν την Ευρώπη, νιώθει –μου το δείχνει πιάνοντας την καρδιά του- απέραντη ευγνωμοσύνη για τη φιλοξενία των Ελλήνων, αλλά τώρα –και στρέφει το βλέμμα του γύρω στον καταυλισμό- τα όνειρά του κινδυνεύουν να χαθούν στις λάσπες του Χέρσου.

* Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και ντοκιμενταρίστας. Διατέλεσε Διεθυντής στην ΕΡΤ3 και ανταποκριτής στην Ελλάδα επί 35 χρόνια της ιταλικής εφημερίδας Il Manifesto.