Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Οι στόχοι της αναθεώρησης

ΤΗΣ   ΜΑΡΙΑΣ  ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, στις 28-07-2016



Ο πρωθυπουργός άνοιξε τη Δευτέρα τα χαρτιά του για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, τοποθετώντας την εκκίνηση της θεσμικής διαδικασίας (κάπως αόριστα) στην άνοιξη του 2017.
Η πορεία και η έκβαση της αναθέωρησης ωστόσο, είναι ανοιχτή καθώς θα εξαρτηθεί από τη διαμόρφωση συναινέσων και τη σύνθεση της επόμενης Βουλή κατά την οποία θα ολοκληρωθεί η θεσμική διαδικασία με την δεύτερη ψηφοφορία.
Στο επίκεντρο της πρότασής του βρίσκονται η μερική αναβάθμιση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και η αλλαγή του τρόπου εκλογής του, η παροχή εγγυήσεων για σταθερές θητείες διακυβέρνησης με γνώμονα την πολιτική σταθερότητα, η αλλαγή του πλαισίου για την ευθύνη υπουργών και η έμφαση στα δημοψηφίσματα, μια πτυχή της πρότασης που μαζί με μια σειρά άλλα σημεία αναλαμβάνει να σηκώσει το βάρος του αριστερού και προοδευτικού στίγματος της κυβερνητικής πρότασης.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η πρόταση για τα δημοψηφίσματα είναι αυτή στην οποία κυρίως συγκεντρώνονται τα πυρά τού – κατά την κυβέρνηση – «συντηρητικού τόξου» της αντιπολίτευσης (Ν.Δ., Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ), η οποία επιστράτευσε τον χαρακτηρισμό του «συνταγματικού λαϊκισμού». Ο τελευταίος αναφέρεται βεβαίως και στη διαδικασία διαλόγου στο επίπεδο της κοινωνίας (την οποία πάντως θα εποπτεύσει μια επιτροπή ειδικών), το έτερο σκέλος της πρότασης σχετικά με το οποίο εμφανίστηκαν να δυσφορούν κόμματα της αντιπολίτευσης και κάποιοι νομικοί κύκλοι. Μέσες άκρες τα επιχειρήματα αυτών είναι ότι πρόκειται για μια αέναη διαδικασία, προσχηματική και για την ανάγκη των εντυπώσεων, που ευτελίζει τη θεσμική διαδικασία κι επιτρέπει πολιτικά παιχνίδια, η οποία στην πραγματικότητα μεταθέτει τη συνταγματική αναθεώρηση στο επόμενο έτος. Σε όλα αυτά η κυβέρνηση απαντά «φοβούνται την κοινωνία», καταλογίζοντάς τους ελιτισμό και τρόπον τινά «συντεχνιασμό», κάτι που ήδη από την ομιλία του θέλησε να στιγματίσει ο Αλέξης Τσίπρας αναφέροντας ότι η συνταγματική αναθεώρηση είναι υπόθεση των πολιτών και όχι των ειδικών και των τεχνοκρατών.

Σε κάθε περίπτωση, πλην Λεβέντη, τα κόμματα της αντιπολίτευσης έδειξαν αμήχανη στάση και να μην προτίθενται να συμμετάσχουν στη διαδικασία κοινωνικού διαλόγου που περιέγραψε ο πρωθυπουργός (Ποτάμι αλλά και ΚΚΕ μίλησαν για «φιέστες» διαλόγου) και προσβλέπουν για τα περαιτέρω στην έναρξη της διαδικασίας στη Βουλή, όποτε αυτή ξεκινήσει.
Από την άλλη, δεν υπάρχουν ηχηρές διαφοροποιήσεις επί των βασικών συστατικών της κυβερνητικής πρότασης, δεδομένου ότι αρκετές εξ αυτών αντλούνται από το συντηρητικό πολιτικό και νομικό οπλοστάσιο (π.χ. οι σταθερές θητείες και η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας), κάτι που επιχειρείται να κρυφτεί κάτω από κραυγές και κορώνες. Είναι ενδεικτικό ότι η Ν.Δ. στην ανακοίνωσή της αναφέρει ότι υπάρχουν «κάποια ψήγματα επιμέρους προτάσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον», αλλά «χάνονται στο κρεσέντο της ανευθυνότητας και του συνταγματικού λαϊκισμού».

Επί της ουσίας της πρότασης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν αρκετά ασαφή ή και «σκοτεινά» σημεία για τα οποία την πλήρη εικόνα πιθανότατα θα αποκτήσουμε όταν έρθει η ώρα των τελικών κι επίσημων διατυπώσεων. Στοιχεία όπως η αποσύνδεση της εκλογής ΠτΔ από τις εκλογές, η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του ή οι σταθερές κυβερνητικές θητείες είναι προτάσεις των οποίων το κοπιράιτ σίγουρα δεν ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ και απηχούν περισσότερο θέσεις της Ν.Δ. Επομένως, όταν έρθει η ώρα της επίσημης διαδικασίας η αξιωματική αντιπολίτευση θα πιεστεί να πάρει θέση και δύσκολα θα απορρίψει προτάσεις με τις οποίες συμφωνεί (από την άλλη, προσχήματα πάντα βρίσκονται).

Απλή αναλογική

Στο επίπεδο των στρατηγικού χαρακτήρα προθέσεων αυτό που μπορεί να ανιχνεύσει κανείς με μια πρώτη ματιά είναι:

1 Μια προσπάθεια για τη διαμόρφωση προϋποθέσεων ηγεμονίας του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα μέσα από την απλή αναλογική και τον επακόλουθο κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων, όπου μέσα από τις συνεργασίες το πολιτικό σύστημα οδηγείται σε διπολισμό, ο οποίος έρχεται να αντικαταστήσει τον πάλαι ποτέ «δικομματισμό». Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στον απόηχο της ψηφοφορίας για τον εκλογικό νόμο στη Βουλή, όπου η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να περάσει με 200 βουλευτές την απλή αναλογική ώστε να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές (δεχόμενη τις «απειλές» της αξιωματικής – και όχι μόνο – αντιπολίτευσης ότι θα αλλάξει τον νόμο μόλις γίνει κυβέρνηση), ο πρωθυπουργός πρότεινε τη συνταγματική κατοχύρωσή της.

2 Η πρόνοια για τη διασφάλιση κυβερνητικής και πολιτικής σταθερότητας, η οποία περνά μέσα από την παροχή εγγυήσεων για περιορισμό της δυνατότητας πρόωρων εκλογών και άρα εξάντληση της τετραετούς κυβερνητικής θητείας. Τέτοιες εγγυήσεις δίνουν η αποσύνδεση της προεδροεκλογής από τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών και η «εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας», η οποία προϋποθέτει ότι η πρόταση δυσπιστίας συνοδεύεται με πρόταση για νέο πρωθυπουργό, επί της ουσίας δηλαδή πρόταση για νέα κυβέρνηση από την ίδια Βουλή. Η διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας και των προεκτάσεων αυτής (π.χ. σταθερό πλαίσιο Δημόσιας Διοίκησης) είναι ένα πάγιο τα τελευταία χρόνια αίτημα των δανειστών, ενώ ουσιαστικά δεν διαφωνεί και το εγχώριο πολιτικό σύστημα.

3 Η αναβάθμιση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας εν είδει ύπαρξης ενός «θεσμικού αντίβαρου» που θα λειτουργεί σταθεροποιητικά – ο πρωθυπουργός υποστήριξε ότι η πρότασή του επιφέρει «λελογισμένη» αύξηση αρμοδιοτήτων του ΠτΔ, που ενισχύει τον ρυθμιστικό του ρόλο χωρίς να μετατρέπει το πολίτευμα σε προεδρικό.

Αξίζει εδώ να υπογραμμιστεί η κυβερνητική στροφή στην «πολιτική σταθερότητα», που αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό στην πρόταση για «εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας», η οποία ουσιαστικά καθιστά δύσκολο η αντιπολίτευση να προκαλέσει πτώση μιας κυβέρνησης και πρόωρες εκλογές, δίνει τη δυνατότητα για κυβερνήσεις μειοψηφίας και σε κάθε περίπτωση δεν διευκολύνει την αποτύπωση της λαϊκής δυσαρμονίας εν τω μέσω της τετραετίας, κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάνει σημαία την περίοδο Σαμαρά, διεκδικώντας πρόωρες, τις οποίες τελικά πέτυχε μέσω της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.

Προς «προεδρικό μοντέλο»;
Σε ό,τι αφορά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η αρχική σκέψη για εκλογή από τον λαό έδωσε τη θέση της σε έναν μεικτό τρόπο εκλογής, τον οποίο φέρεται να έχει υποδείξει στον Αλέξη Τσίπρα ο Προκόπης Παυλόπουλος, προκειμένου να καταστεί εφικτή η συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σε κάθε περίπτωση, βασική επιδίωξη πίσω από την αλλαγή του τρόπου εκλογής του ΠτΔ φαίνεται να είναι η αποσύνδεση από τη διάλυση της Βουλής και τις εκλογές, που είναι και βασική θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η πρόταση του Τσίπρα μιλά για εκλογή από τη Βουλή «μόνο αν εξασφαλίζεται η μέγιστη συναίνεση των 2/3 των βουλευτών σε δύο διαδοχικές ψηφοφορίες. Αν αποβούν άκαρπες, τότε η τρίτη ψηφοφορία θα ανήκει στο εκλογικό σώμα που θα αποφασίζει την εκλογή Προέδρου με καθολική ψηφοφορία που θα διεξάγεται ανάμεσα στους δύο πλειοψηφίσαντες υποψηφίους της τελευταίας ψηφοφορίας στο Κοινοβούλιο».

Όσον αφορά την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων, ο πρωθυπουργός προτείνει αυτή να αφορά το δικαίωμα του ΠτΔ να απευθύνεται στη Βουλή για σπουδαίο λόγο, τη δυνατότητα να συγκαλεί Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, αλλά και να παραπέμπει ψηφισμένο νόμο σε ειδικό γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο αποκλειστικά από δικαστές για να κρίνει επί της συνταγματικότητάς του. Σημειώνεται εδώ ότι ο Τσίπρας απέφυγε να πάει σε πρόταση για Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως προτείνουν από την αξιωματική αντιπολίτευση (π.χ. Μεϊμαράκης), κάτι που ενέχει κινδύνους στη μνημονιακή εποχή που διανύουμε, ενδεχομένως θα ξεσήκωνε αντιδράσεις του δικαστικού κόσμου και σε κάθε περίπτωση σηκώνει πολλή συζήτηση. Αντ’ αυτού πρότεινε ένα όργανο που θα είναι γνωμοδοτικό σε ό,τι αφορά τον έλεγχο συνταγματικότητας που σήμερα ορίζεται ως «παρεμπίμπτων και διάχυτος», κρίνεται δηλαδή από όλα τα δικαστήρια.
Το ερώτημα εδώ είναι αν οι προτάσεις για τον Πρόεδρο πράγματι «δεν αγγίζουν τον πυρήνα του πολιτεύματος», όπως είπε ο πρωθυπουργός, ή οδηγούν σε προεδρικό μοντέλο, όπως φοβούνται κάποιοι, κάτι που ενδεχομένως ξεκαθαριστεί από τη δημόσια συζήτηση.

«Προοδευτικές πινελιές»

Την αναθεωρητική πρόταση Τσίπρα, η οποία φαίνεται να ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις επιταγές της μνημονιακής εποχής, πλαισιώνουν «αντισταθμιστικές» πρόνοιες που στόχο έχουν να «υπενθυμίσουν» το αριστερό - προοδευτικό προφίλ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛΛ, όπως:
♦ Τα δημοψηφίσματα, τα οποία θεωρητικά ενισχύουν τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και πάντως τέτοια δεν προβλέπονται για δημοσιονομικά θέματα.
♦ Η κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας και η αλλαγή της διάταξης περί ευθύνης υπουργών στο πλαίσιο της διασφάλισης της ισονομίας των πολιτών, που θεωρείται ότι θα βάλει τέλος στη συγκάλυψη ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων του παρελθόντος.
♦ Η θεσμοθέτηση των βουλευτικών θητειών – όχι πάνω από δύο συνεχόμενες κοινοβουλευτικές θητείες ή οκτώ συνεχόμενα έτη.
♦ Αποκλεισμός της δυνατότητας για «φυτευτούς» τεχνοκράτες πρωθυπουργούς μέσα από την υποχρέωση πρωθυπουργός, εκτός των υπηρεσιακών, να ορίζεται αποκλειστικά αιρετός από τον λαό, δηλαδή μόνο εν ενεργεία βουλευτής.
♦ Η κατοχύρωση της «θρησκευτικής ουδετερότητας» του κράτους και του πολιτικού όρκου στις ορκωμοσίες αιρετών, δικαστικών δημόσιων λειτουργών, πάντα μέσα από τις αναγκαίες συναινέσεις και προκρίνοντας τη «διατήρηση για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους της αναγνώρισης της Ορθοδοξίας ως κρατούσας θρησκείας».
♦ Η απαγόρευση της άρσης του δημοσίου ελέγχου των αγαθών του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας.
♦ Η συνταγματική κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διαιτησίας.

Τα ψιλά γράμματα

Ακόμη όμως και στα παραπάνω προκύπτουν ασάφειες και ουκ ολίγα «ψιλά γράμματα» προς διερεύνηση. Για παράδειγμα πώς ορίζεται ο «δημόσιος έλεγχος» και τι βαθμούς απώλειας της προστασίας του δημόσιου αγαθού του νερού και της ενέργειας επιτρέπει; Ποια ακριβώς η στόχευση σχετικά με τις Ανεξάρτητες Αρχές για την ανάδειξη των οποίων προτείνεται μεγαλύτερη ευελιξία; Με βάση ποια κριτήρια ορίζεται ο αριθμός των υπογραφών που απαιτούνται για διενέργεια δημοψηφίσματος (500.000 για εθνικό θέμα, ένα εκατομμύριο για ψηφισμένο νόμο) και ποιο το κύρος της πρότασης αυτής όταν στη συλλογική συνείδηση ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αρνητικό προηγούμενο σε σχέση με τον σεβασμό του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015; Γιατί επαναλαμβάνεται η συνταγματική κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διαιτησίας που ήδη κατοχυρώνονται στο άρθρο 22 του ισχύοντος Συντάγματος;
Η κυβέρνηση και όσοι επεξεργάστηκαν το πλαίσιο προτάσεων θα κληθούν να δώσουν ουκ ολίγες απαντήσεις σε αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα, ενώ πολλές από αυτές τις προτάσεις θα κριθεί αν θα προχωρήσουν από τον βαθμό συναίνεσης που θα εξασφαλίσουν.

Αναπλήρωση απωλειών ΕΚΑΣ για ένα έτος και βλέπουμε...
Εφτά πυλώνες κοινωνικής πολιτικής και πέντε μέτρα αντιστάθμισης των απωλειών του ΕΚΑΣ ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός χθες στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής, σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης να αντιστρέψει το κλίμα δυσαρέσκειας στην κοινωνία, εξαιτίας των αυξημένων φόρων. Ειδικότερα, τα μέτρα που αφορούν στην αναπλήρωση του ΕΚΑΣ περιλαμβάνουν:
α) πλήρη απαλλαγή από φαρμακευτική δαπάνη για όσους υπέστησαν μείωση,
β) απαλλαγή από την παρακράτηση του 6% της εισφοράς υγείας για όσους δικαιούχους έχουν απώλεια από 30 ευρώ και πάνω,
γ) ένταξη όσων έχουν απώλεια από 115 ευρώ και πάνω στο πρόγραμμα προπληρωμένης μηνιαίας κάρτας αλληλεγγύης (για αγορές που αντιστοιχούν στο 1/3 της απώλειας),
δ) διατήρηση του ΕΚΑΣ στους χρόνια πάσχοντες με ποσοστό αναπηρίας πάνω από 80%,
ε) διατήρηση του ΕΚΑΣ σε έναν από τους δύο συζύγους (σε αυτόν με το χαμηλότερο εισόδημα), αν κόβεται και στους δύο. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, η εφαρμογή των μέτρων αυτών θα ξεκινήσει από τον επόμενο μήνα και έχει διασφαλιστεί πλήρως για ένα έτος και από εκεί και πέρα, γίνεται προσπάθεια και για τα δύο επόμενα έτη.

Όσο για την κοινωνική πολιτική, δίνεται έμφαση στην υγεία (πρόσβαση στο φάρμακο, κάλυψη ανασφάλιστων, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, κ.λπ.), την κοινωνική ασφάλιση, την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την αντιμετώπιση της ανεργίας, την προστασία της εργασίας, τη στεγαστική πολιτική και την παιδεία. Ειδική αναφορά έκανε στα εργασιακά, ενόψει της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση, διαβεβαιώνοντας ότι θα δοθεί η μάχη κατά των ομαδικών απολύσεων και του λοκ άουτ και υπέρ των συλλογικών συμβάσεων, χωρίς να αναφερθεί στο θέμα της αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου, που περιλαμβάνεται στην ατζέντα της διαπραγμάτευσης.